Combined Search
| 2,653 items total [161 - 170] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οδυνηρός, επίθ.
-
- 1) Που προκαλεί (σωματικό) πόνο, επώδυνος:
- (Δούκ. 43118), (Φλώρ. 443).
- 2)
- α) Που περικλείει, φέρνει πόνο, θλίψη, στενοχώρια:
- (Φλώρ. 1013)·
- β) που είναι γεμάτος βάσανα, ταλαιπωρίες:
- (Καλλίμ. 1471)·
- γ) (σε ιδιάζ. χρ.) πονεμένος, θλιμμένος· «βαρύς»:
- ευρίσκουσι μετά πικράς, οδυνηράς καρδίας το χρυσοδρακοντόκαστρον (Καλλίμ. 1379).
- α) Που περικλείει, φέρνει πόνο, θλίψη, στενοχώρια:
- 3) (Προκ. για φωνή) θρηνητικός, γοερός, σπαρακτικός:
- (Δούκ. 36928), (Φυσιολ. (Legr.) 43).
[αρχ. επίθ. οδυνηρός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που προκαλεί (σωματικό) πόνο, επώδυνος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδυνηρός -ή -ό [oδinirós] Ε1 : που προκαλεί: α. οδύνη: ~ χωρισμός. Οδυνηρή εμπειρία. Οδυνηρές αναμνήσεις. Είναι οδυνηρό να αποχωρίζεσαι τα παιδιά σου για ένα τόσο μακροχρόνιο ταξίδι. β. πόνο· επώδυνος: Οδυνηρή εγχείρηση.
[λόγ. < αρχ. ὀδυνηρός]
[Λεξικό Κριαρά]
- οδυνηρώς, επίρρ.
-
- 1) Με πόνο (σωματικό), επώδυνα:
- (Ιστ. πατρ. 15719).
- 2) Με θρήνο, σπαρακτικά:
- έκλαυσεν πικρώς και οδυνηρώς (Οψαρ. 36245· Ριμ. Βελ. ρ 611).
[αρχ. επίρρ. οδυνηρώς]
- 1) Με πόνο (σωματικό), επώδυνα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδυρμός ο [oδirmós] Ο17 : (λόγ.) γοερό κλάμα. (έκφρ.) (θρήνος), κλαυθμός* και ~.
[λόγ. < αρχ. ὀδυρμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- οδυρμός ο· 'δυρμός.
-
- Κλάμα γοερό, θρήνος:
- (Φλώρ. 81), (Δούκ. 3675)·
- (συν. με τα ουσ. θρήνος, κλαυθμός, στεναγμός, κ.τ.ό):
- (Ερμον. Ω 359)·
- Θρήνος, κλαυμός και οδυρμός … έπεσεν τοις Ρωμαίοις (Ανακάλ. 1· Αποκ. Θεοτ. I 20).
[αρχ. ουσ. οδυρμός. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Κλάμα γοερό, θρήνος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδύρομαι [oδírome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) κλαίω γοερά, συνήθ. στην έκφραση κλαίω και ~, επιτατικά, κλαίω απαρηγόρητα.
[λόγ. < αρχ. ὀδύρομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- οδύρομαι· 'δύρομαι.
-
- Ά (Μτβ.· με αιτιατ. πράγματος) θρηνώ για κ.:
- (Ερωφ. Δ́ 606).
- Β́ (Αμτβ.) κλαίω γοερά, θρηνώ:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 126)·
- (συν. με τα ρ. κλαίω, θρηνώ, κόπτομαι, στενάζω):
- έκλαιεν και οδύρετον (ενν. η λυγερή), τα αδέλφια της εζήταν (Διγ. Esc. 182· Λίμπον. 82).
- Φρ. οδύρεται η καρδία μου = σπαράζω από θλίψη:
- (Διγ. Άνδρ. 33330).
[αρχ. οδύρομαι. Ο τ. 'δύρομαι ήδη αρχ. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Ά (Μτβ.· με αιτιατ. πράγματος) θρηνώ για κ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Οδυσσέας ο [oδiséas] Ο21 : σε μετωνυμία, αυτός που βρίσκεται πολλά χρόνια μακριά από την πατρίδα του, τη νοσταλγεί όμως συνεχώς και τελι κά επιστρέφει.
[λόγ. < αρχ. Ὀδυσσεύς, αιτ. -έα, το κεντρικό πρόσωπο της Οδύσσειας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδύσσεια η [oδísia] Ο27α : σειρά πολλών γεγονότων και ιδίως περιπετειών που θυμίζουν εκείνες του Οδυσσέα, όπως περιγράφονται στην Οδύσσεια του Ομήρου: H ~ ενός ξενιτεμένου / ενός βιοπαλαιστή.
[λόγ. < αρχ. Ὀδύσσεια]
[Λεξικό Κριαρά]
- οέσκε, μόρ.,
- βλ. όχισκε.



