Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Ο
2,653 items total [591 - 600]
[Λεξικό Κριαρά]
ολκή η.
  • 1) Βάρος:
    • αγοράσαι κανέλ(α) και πιπέρι εξίσου την ολκήν (Rechenb. 142).
  • 2) Μονάδα βάρους ίση με το ένα όγδοο της ουγγιάς:
    • η ουγγία ολκές ή (Metrol. 14318).

[αρχ. ουσ. ολκή. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όλκιμος -η -ο [ólkimos] Ε5 : (φυσ., τεχν., για μέταλλο) που έχει την ιδιότη τα να παίρνει τη μορφή σύρματος ή νήματος με την κατάλληλη επεξεργασία· (πρβ. ελάσιμος, ελατός): Όλκιμα μέταλλα.

[λόγ. < αρχ. ὅλκιμος `που απλώνει εύκολα, παχύρρευστος΄ σημδ. γαλλ. ductile]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολκιμότητα η [olkimótita] Ο28 : (φυσ., τεχν.) η ιδιότητα του όλκιμου, η ιδιότητα ορισμένων μετάλλων να παίρνουν τη μορφή σύρματος ή νήματος με την κατάλληλη επεξεργασία· (πρβ. ελατότητα).

[λόγ. όλκιμ(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. ductilité]

[Λεξικό Κριαρά]
ολλαλά, επιφ.
βλ. αλλάχ - αλλάχ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολλανδέζικος -η -ο [olanδézikos] Ε5 : (προφ.) ολλανδικός. || (ως ουσ.) τα ολλανδέζικα, η ολλανδική γλώσσα. ολλανδέζικα ΕΠIΡΡ σε ολλανδική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[Ολλανδέζ(ος) -ικός, Ολλανδέζος: λόγ. επίδρ. στο Ολαντέζος < ιταλ. Οlandes(e) -ος < μσν. ολλανδ. Holland `Ολλανδία΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολλανδικός -ή -ό [olanδikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Ολλανδία ή στους Ολλανδούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Ολλανδική κυβέρνηση / γλώσσα. Ολλανδικά προϊόντα. || (ως ουσ.) η ολλανδική, τα ολλανδικά, η ολλανδική γλώσσα: Tα ολλανδικά είναι το ίδιο δύσκολα με τα γερμανικά. ολλανδικά ΕΠIΡΡ σε ολλανδική γλώσσα: Επιστολή γραμμένη ~.

[λόγ. Ολλανδ(ία) -ικός < γαλλ. Holland(e) (δες και στο ολλανδέζικος) -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
ολλίγ‑, ολλιγ‑,
βλ. ολίγ‑, ολιγ‑.
[Λεξικό Κριαρά]
ολλίον, επίρρ.,
βλ. ολίγον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολμοβόλο το [olmovólo] Ο39 : (στρατ.) είδος μικρού εμπροσθογεμούς πυροβόλου2 με πολύ κοντή κάννη, κατάλληλο για βολές πολύ καμπύλης τροχιάς· όλμοςα.

[λόγ. όλμ(ος) -ο- + -βόλον, ουδ. του -βόλος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όλμος ο [ólmos] Ο18 : (στρατ.) α. είδος μικρού εμπροσθογεμούς πυροβόλου2 με πολύ κοντή κάννη, κατάλληλο για βολές πολύ καμπύλης τροχιάς· ολμοβόλο: Xειριστής / βολή / βλήμα όλμου. β. το βλήμα του όλμου: Εκρήξεις όλμων.

[λόγ. < αρχ. ὅλμος `στρογγυλή πέτρα, γουδί΄ σημδ. γαλλ. mortier `γουδί, όλμος΄, επειδή η κάννη του όλμου μοιάζει με γουδί]

< Previous   1... 58 59 [60] 61 62 ...266   Next >
Go to page:Go