Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Ούγγρος ο· γεν. πληθ. Ουγγρών.
-
- Ούγγρος:
- οι Ούγγροι είναι γένος δυνατόν και πολεμικόν (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 329).
[<βουλγαρο-τουρκ. Onoγur> Ongur (Mor. II 226· για τη λ. βλ. αυτ. 225-7)· πβ. και παλαιότ. γερμ. Ugrler (ΛΚΝ). Η λ. τον 9. αι., σε σχόλ. (TLG) και σήμ.]
- Ούγγρος: