Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Οφίκιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οφίκιο το [ofíkio] Ο40 : 1. (εκκλ.) αξίωμα που απονέμεται από τον πατριάρχη σε άτομα που έχουν προσφέρει πολλά στην εκκλησία. 2. (γενικότ., μειωτ.) κάθε αξίωμα, ιδίως όταν αυτό δίνεται σε άτομα που δεν το αξίζουν: Bασιλιάς / πολιτικός παράγοντας που μοιράζει οφίκια σε συγγενείς και φίλους.

[λόγ. < ελνστ. ὀφφίκιον < λατ. offici(um) -ον (ορθογρ. απλοπ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go