Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Ο*
2,653 items total [321 - 330]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οϊμέ [oimé] & οϊμένα [oiména] επιφ. : (λογοτ.) για να εκφράσουμε μεγάλη λύπη, απελπισία· αλίμονο: ~ τι συμφορά!

[μσν. οϊμέ < φρ. όι με (προφ. [mé] ) `εμένα΄· μσν. οϊμένα < φρ. όι μένα]

[Λεξικό Κριαρά]
οϊμέ, επιφ.· όϊμε· οϊμένα· οϊμέναν· οϊμένανα· οϊμένανε· ομένα.
  • Αλίμονο (από απόγνωση, απελπισία, θλίψη αβάσταχτη):
    • Οϊμέ τον κακορίζικο, οϊμέ τον κακομοίρη (Θυσ. 201· Σκλάβ. 36), (Ερωφ. Έ 573
    • (από πικρία, απογοήτευση):
      • Οϊμέ! κι ας ήμου κοπελιά (Πανώρ. Γ́ 51· Ζήν. Γ́ 96
    • (από αγωνία, φόβο):
      • Οϊμέναν, Ερωφίλη μου, και πόσο φόβον έχω (Ερωφ. Δ́ 13· Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [995]
    • (από έκπληξη, ξαφνική δυσάρεστη είδηση, συμφορά):
      • Οϊμένα, κι είντα σου γροικώ! (Ερωφ. Δ́ 45· Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 189
    • (από ερωτικό καημό, λαχτάρα, απελπισία, πικρία, παράπονο):
      • Οϊμέ! κοιμούμαι κι όνειρο θωρώ το πως κρατώ σε (Πανώρ. Έ 361· Ερωφ. Γ́ 125
    • (από ενόχληση, αγανάκτηση):
      • Οϊμένα, πόσο με πειράζεις (Πιστ. βοσκ. II 5, 320
    • (από σωματικό πόνο):
      • (Πιστ. βοσκ. II 7, 52
      • Οϊμένα τις πλεξίδες μου, γιατί μου τες τινάσεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1096]
    • (από απροσδόκητη και μεγάλη χαρά):
      • Οϊμένα, απού τη χαρά γροικώ κι απολιγαίνω (Στάθ. Γ́ 307· Ροδολ. Β́ 129
    • (από απορία):
      • χορτάρια ανάλατα, οϊμέναν, πώς ημπορείς να φάγεις; (Μπερτολδίνος 98).
  • Εκφρ.
  • ωχ οϊμέ (οϊμένα, οϊμέναν, ομένα), ώχου οϊμέ = αλίμονο:
    • (Πιστ. βοσκ. II 2, 77), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 19617), (Πανώρ. Γ́ 535), (Πικατ. 541).

[πιθ. <βεν. hoimé, oimé κατά παρετυμ. προς την αντων. (ε)μέ(να)· πβ. αγιμέννα. Κατά Ανδρ. <επιφ. ω + αντων. εμέ(να). Κατά Κουκουλέ και Eideneier <επιφ. όι (<αρχ. οΐ) + αντων. μέ(να). Ο τ. ‑να στο Βλάχ. και σήμ. λογοτ. (ΛΚΝ). Η λ. στο Somav. και σήμ. λογοτ. (ΛΚΝ)]

[Λεξικό Κριαρά]
οϊμπό, επιφ.
  • (Για να δηλωθεί αγανάκτηση ή οργή):
    • Ιδές πώς μου έφτυσες το μουστάκιον! Οϊμπό, άμποτες να σκάσεις εσύ! (Μπερτολδίνος 111).

[<ιταλ. ohibò]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οιμωγή η [imojí] Ο29 : (λόγ.) θρηνώδης κραυγή.

[λόγ. < αρχ. οἰμωγή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οιμώζω [imózo] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) θρηνώ, οδύρομαι, κλαίω με σπαρακτικές κραυγές.

[λόγ. < αρχ. οἰμώζω]

[Λεξικό Κριαρά]
οινάνθη η.
— Βλ. και οινάνθι.
  • Άνθος άγριου αμπελιού·
    • εδώ πιθ. είδος ελαίου ή κρασιού με φαρμακευτικές ιδιότητες που παρασκευαζόταν από το άνθος αυτό:
      • Όταν ο άνθρωπος κενώσει … χολήν … Ρόδα ξηρά βράσον … και βάλε και οινάνθην και ας το πίνει (Σταφ., Ιατροσ. 4109).

[αρχ. ουσ. οινάνθη. Η λ. και σήμ. βοτ.]

[Λεξικό Κριαρά]
οινάνθι το.
— Βλ. και οινάνθη.
  • Μυρωδικό από άνθη άγριου αμπελιού:
    • εάν έχει ο οφθαλμός σου τίποτε βρόμα, διάβασέ τον εις το ροδόσταμα, εις το οινάνθι (Ιατροσ. 2192).

[<ουσ. οινάνθη με αλλαγή γένους. Η λ. το 10. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
οινάριν το.
  • Κρασί:
    • (Σαχλ., Αφήγ. 146), (Αρμούρ. 107
    • κρύον οινάριν ρόφησε μη κρυώσεις και πυρέξεις (Γλυκά, Στ. 268).

[αρχ. ουσ. οινάριον. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
οινέλαιον το.
  • Μίγμα από κρασί και λάδι:
    • οινελαίῳ θερμῴ ύγρανον (ενν. την γούλαν) και καλώς έξει (ενν. ο ιέραξ) (Ιερακοσ. 452).

[μτγν. ουσ. οινέλαιον]

[Λεξικό Κριαρά]
οινηγός, επίθ.
  • (Προκ. για μέτρο χωρητικότητας) που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του κρασιού:
    • το θαλάσσιον οινηγόν μέτρον οφείλει είναι χωρήσεως οίνου λιτρών λ́ (Metrol. 12714).

[μτγν. επίθ. οινηγός]

< Previous   1... 31 32 [33] 34 35 ...266   Next >
Go to page:Go