Combined Search
| 1,709 items total [311 - 320] | << First < Previous Next > Last >> |
- ξασπρουλιάρης -α -ικο [ksaspruláris] Ε9 : που τα χρώματά του είναι πάρα πολύ ανοιχτά, σαν ξεθωριασμένα. || (ως ουσ.).
[ξ(ε)- ασπρουλιάρης]
- ξασπρουλιάρικος -η -ο [ksasprulárikos] Ε5 : (οικ.) που τα χρώματά του είναι σαν ξεθωριασμένα.
[ξασπρουλιάρ(ης) -ικος]
- ξάστερα, επίρρ.
-
- Καθαρά, φανερά:
- (Θρ. Κων/π. B 79)·
- Μίλησε ξαστερότερα οπού εγώ να σε γροικήσω (Μπερτόλδος 66).
[<επίθ. ξάστερος. Η λ. και σήμ.]
- Καθαρά, φανερά:
- ξαστεριά η [ksasterjá] Ο24 : η κατάσταση του νυχτερινού ξάστερου ουρανού· αστροφεγγιά: Ήτανε μια γλυκιά νύχτα με ~. || η καθαρή ατμόσφαιρα, η νυχτερινή αιθρία.
[μσν. ξαστεριά < εξαστεριά με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < (ε)ξάστερ(ος) -ιά]
- ξαστερία, ξαστεριά, η,
- βλ. εξαστεριά.
- ξάστερος, επίθ.
-
- α) (Προκ. για τον ουρανό) γεμάτος αστέρια, αίθριος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [333])·
- β) (συνεκδ.) διαυγής, καθαρός:
- τα νερά … ήσαν ξάστερα ώσπερ τα άστρα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 99r).
[<ουσ. εξάστερον. Η λ. και σήμ.]
- α) (Προκ. για τον ουρανό) γεμάτος αστέρια, αίθριος:
- ξάστερος -η -ο [ksásteros] Ε5 : 1.που είναι γεμάτος αστέρια και είναι καθαρός από σύννεφα· έναστρος, αίθριος: ~ ουρανός. Ξάστερη νύχτα. || που δεν καλύπτεται από σύννεφα: ~ λάμπει ο ήλιος. 2. (μτφ.) που αποπνέει ειλικρίνεια, ευθύτητα και ψυχική καθαρότητα: Ξάστερο πρόσωπο. Ξάστερη ματιά. Ξάστερο βλέμμα.
ξάστερα ΕΠIΡΡ. (έκφρ.) καθαρά και ~, απερίφραστα: Σου το δηλώνω καθαρά και ~. [μσν. ξάστερος < εξάστερος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εξ- (> ξε-) αστέρ(ι) -ος (διαφ. το ελνστ. ἑξάστερος `τα έξι αστέρια, η πούλια΄)]
- ξαστέρωμα το [ksastéroma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ξαστερώνω: Tο ~ του ουρανού.
[ξαστερώ(νω) -μα]
- ξαστερώνω [ksasteróno] Ρ1α (στο γ' πρόσ.) μππ. ξαστερωμένος : για τον ουρανό, όταν καθαρίζει από τα σύννεφα, την καταχνιά και την ομίχλη και γίνεται αίθριος, όταν ξανοίγει: Tώρα που ξαστέρωσε ο ουρανός μπορούμε να ξεκινήσουμε. || (μτφ.): Ξαστέρωσε το πρόσωπό του / το βλέμμα του. Ξαστέρωσαν τα μάτια της.
[μσν. ξαστερώνω < ξάστερ(ος) -ώνω]
- ξαστερώνω.
-
- I. (Ενεργ., προκ. για τον ουρανό) καθαρίζω, γίνομαι διαυγής, αίθριος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [998]).
- II. (Μέσ., τριτοπρόσ. σε περιφραστικό παρκ.) έχει ξαστεριά:
- ήτον ξαστερωμένα και το φεγγάριν έφεγγεν ωσάν ξημερωμένα (Χούμνου, Κοσμογ. 825).
[<επίθ. ξάστερος + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- I. (Ενεργ., προκ. για τον ουρανό) καθαρίζω, γίνομαι διαυγής, αίθριος:



