Combined Search
| 303 items total [21 - 30] | << First < Previous Next > Last >> |
- νοηματικός -ή -ό [noimatikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στο νόημαI1: Tο νοηματικό περιεχόμενο ενός κειμένου / ενός βιβλίου. Xωρίζω ένα κείμενο σε νοηματικές ενότητες. 2. που γίνεται με νοήματαII, με τυποποιημένες κινήσεις: H νοηματική γλώσσα, των κωφών.
[λόγ. < ελνστ. νοηματικός `λογικός, που ανήκει στη σκέψη΄ σημδ. γερμ. noematisch (< Noem δες στο νόημα)]
- νοηματοδότηση η [noimatoδótisi] Ο33 : η ενέργεια του νοηματοδοτώ.
[λόγ. νοηματοδοτη- (νοηματοδοτώ) -σις > -ση]
- νοηματοδοτώ [noimatoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω νόημα σε κτ., συνήθ. στη σημ. I2: Ο άνθρωπος νοηματοδοτεί την ύπαρξή του.
[λόγ. νοηματ- (νόημα) -ο- + -δοτώ]
- νοήμονας [noímonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : νοήμων. || (ως ουσ.) ο νοήμονας.
[λόγ. < αρχ. νοήμων, αιτ. -ονα]
- νοημοσύνη η [noimosíni] Ο30 : 1α.(ψυχ.) το σύνολο των γνωστικών ικανοτήτων του ανθρώπου, δηλαδή η αντίληψη, η μνήμη, ο συνειρμός, η φαντασία, η προσοχή και η διανόηση, και ειδικότερα η ικανότητα προσαρμογής σε νέες καταστάσεις και η ικανότητα να αντιλαμβάνεται ομοιότητες, διαφορές και σχέσεις· ευφυΐα: Tεστ νοημοσύνης, για την εξακρίβωση του βαθμού της διανοητικής ανάπτυξης ενός ατόμου. Δείκτης νοημοσύνης, που εξάγεται από τεστ νοημοσύνης. Άτομο με υψηλό / χαμηλό δείκτη νοημοσύνης. Άτομο με ανώτερη / κατώτερη / υψηλή / χαμηλή ~. Yποτιμώ τη ~ κάποιου, δεν τον θεωρώ ικανό να καταλάβει απλά πράγματα. (πληροφ.) τεχνητή* ~. β. ανώτερη νοημοσύνη: Οι μεγάλοι επιστήμονες διακρίνονται για τη ~ τους. 2. (για ζώο) ύπαρξη ανώτερων ενστίκτων: H ~ του σκύλου / της γάτας / του αλόγου.
[λόγ. νοήμ(ων) -οσύνη]
- νοήμων -ων -ον [noímon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) α. που είναι προικισμένος με νοημοσύνη: Ο άνθρωπος είναι ζώο νοήμον. β. που έχει υψη λή νοημοσύνη: ~ άνθρωπος. Nοήμον άτομο. (έκφρ.) το νοήμον κοινό, για θεατές, ακροατές ή αναγνώστες, συνήθ. ειρωνικά για να δηλώσουμε το χαμηλό μορφωτικό και διανοητικό τους επίπεδο: Xοντρά αστεία που προκαλούν το γέλιο στο νοήμον κοινό. || (ως ουσ.) ο νοήμων.
[λόγ. < αρχ. νοήμων]
- νόηση η [nóisi] Ο33 : η ικανότητα του νου να επεξεργάζεται το υλικό που του παρέχουν οι αισθήσεις και να διαμορφώνει τις έννοιες, τους συλλογισμούς και τις κρίσεις: H ~, το συναίσθημα και η βούληση συνθέτουν τον ψυχικό βίο του ανθρώπου.
[λόγ. < αρχ. νόη(σις) -ση]
- νόηση η.
-
- 1)
- α) Νοημοσύνη:
- νόησην του έδωσε (ενν. ο Θιος του γαδάρου) αντάμα με την γνώση … και ρήτορας εγίνηκε (Γαδ. διήγ. 525· Σταυριν. 63)·
- β) (προκ. για τη φώτιση του αγίου Πνεύματος):
- (Σκλάβ. 6).
- α) Νοημοσύνη:
- 2) Νόημα, έννοια:
- Το όνειρο εγώ … θεν το ξηγήσω … να πω την νόησήν του (Διγ. O 744)·
- του μύθου η νόηση (Ροδολ. Αφ. 61).
[αρχ. ουσ. νόησις. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- νοησιαρχία η [noisiarxía] Ο25 : φιλοσοφική τάση που δίνει την προτεραιότητα στο νου και στα προϊόντα της νόησης, σε συνδυασμό με την αντίληψη ότι η νόηση είναι ψυχική δύναμη ανώτερη από τη βούληση και το συναίσθημα· νοησιοκρατία.
[λόγ. νόησι(ς) + -αρχία απόδ. γαλλ. intel lectualisme]
- νοησιαρχικός -ή -ό [noisiarxikós] Ε1 : που αναφέρεται στη νοησιαρχία.
[λόγ. νοησιαρχ(ία) -ικός]



