Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Μ
6,055 items total [5631 - 5640]
[Λεξικό Κριαρά]
μύγδαλο(ν) το,
βλ. αμύγδαλο(ν).
[Λεξικό Κριαρά]
μύγια η,
βλ. μύγα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυγιάγγιχτος -η -ο [mijángixtos] Ε5 : (οικ. για πρόσ.) εύθικτος: Δεν ξέρεις πώς να του φερθείς έτσι ~ που είναι.

[μύγ(α) + αγγικ- (αγγίζω) -τος κατά το μυγιάζομαι, με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυγιάζομαι [mijázome] Ρ2.1β : (οικ.) θίγομαι ή θυμώνω για ασήμαντο συνήθ. λόγο: Mε το παραμικρό μυγιάζεται. ΠAΡ Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται, ο ένοχος ή υπεύθυνος για κτ. νομίζει πως, ό,τι λέγεται ή γίνεται, αναφέρεται σ΄ αυτόν.

[μύγ(α) -ιάζω, -ομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυγοσκοτώστρα η [miγoskotóstra] Ο25α : αντικείμενο με το οποίο χτυπά και σκοτώνει κανείς τις μύγες.

[μύγ(α) -ο- + σκοτωσ- (σκοτώνω) -τρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύδι το [míδi] Ο44 : μαλάκιο με όστρακο αμυγδαλωτού σχήματος, που ζει με πολλά όμοιά του στο νερό, ιδίως της θάλασσας, κολλημένο συνήθ. επάνω σε βράχους: Mάζεμα / εκτροφή μυδιών. Mύδια τηγανητά / αχνιστά / με πιλάφι. Xρησιμοποιεί ~ για δόλωμα. μυδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. *μύδιον (πρβ. μσν. ομύδιον με ανάπτ. [o] από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-mi > tomi > t-omi] ) < ελνστ. *μύδιον υποκορ. του αρχ. μῦς `ποντίκι, μύδι΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυδράλιο το [miδrálio] Ο41 : το μυδραλιοβόλο.

[λόγ. < γαλλ. mitraill(e) `θραύσματα μετάλλου στις παλιές οβίδες΄ -ιον παρετυμ. μύδρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυδραλιοβόλο το [miδraliovólo] Ο39 : είδος βαριού πολυβόλου.

[λόγ. μυδράλι(ον) -ο- + -βόλον, ουδ. του -βόλος απόδ. γαλλ. mitrailleuse]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύδρος ο [míδros] Ο18 : 1. (παρωχ.) α. βλήμα πυροβόλου όπλου και ιδίως οβίδα κανονιού. β. μάζα από λάβα που τινάζεται ψηλά. 2. (μτφ.) έντονη κριτική ή κατηγορίες εναντίον κάποιου: H αντιπολίτευση εξαπέλυσε μύδρους κατά της κυβέρνησης.

[λόγ.: 1β, 2: αρχ. μύδρος `καυτή πέτρα που τινάζεται από ηφαίστειο΄· 1α: δες στο μυδραλιοβόλο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυελικός -ή -ό [mielikós] Ε1 : (ανατ.) που έχει σχέση με το νωτιαίο μυελό: ~ κώνος, το κατώτερο τμήμα του νωτιαίου μυελού.

[λόγ. < διεθ. myel- < αρχ. μυελ(ός) -ic = -ικός]

< Previous   1... 562 563 [564] 565 566 ...606   Next >
Go to page:Go