Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Μ
6,055 items total [5291 - 5300]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόουλιγκ το [bóuliŋg] Ο (άκλ.) : παιχνίδι που παίζεται με ειδική σφαίρα, με την οποία κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει μια σειρά από ξύλινα αντικείμενα που μοιάζουν με μπουκάλι.

[λόγ. < αγγλ. bowling]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπορ το [bór] Ο (άκλ.) : το τμήμα του καπέλου που προεξέχει κυκλικά: Πλατύ / στενό ~. Φοράει το καπέλο με το ~ κατεβασμένο ως τα μάτια.

[λόγ. < γαλλ. bord]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόρα η [bóra] Ο25α : 1α. ξαφνική και δυνατή βροχή που διαρκεί λίγο: Άγρια / τροπική / καλοκαιρινή ~. Πιάνει / αρχίζει / ξεσπάει ~. β. θύελλα, καταιγίδα: Mείναμε στη σπηλιά, όσο κρατούσε η ~. 2. (μτφ.) α. για ξαφνικό και μεγάλο κακό, συνήθ. παροδικό: Kρύφτηκε, ώσπου να περάσει η πρώτη ~. Tον βρήκε μεγάλη ~. (έκφρ.) ~ είναι (και) θα περάσει, για να ενθαρρύνουμε κπ. που περνά δυσκολίες. όποιον πάρει η ~, σε όποιον συμβεί το κακό. β. (πληθ.) βάσανα, ταλαιπωρίες: Πέρασε πολλές μπόρες στη ζωή του.

[αντδ. < βεν. bora `βορειοανατολικός άνεμος στην Aδριατική, μπουρίνι΄ (πρβ. μπουρίνι) < λατ. boreas < αρχ. βορέας `βοριάς΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μπορεζάμενος, μπορεζόμενος, μτχ.,
βλ. ημπορώ.
[Λεξικό Κριαρά]
μπορεμένος, μπορεσάμενος, μτχ.,
βλ. ημπορώ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόρεση η [bóresi] Ο32α : (λογοτ.) η δύναμη ή η δυνατότητα κάποιου.

[μπορε- (μπορώ) -ση]

[Λεξικό Κριαρά]
μπόρεσις ‑ση η,
βλ. ημπόρεση.
[Λεξικό Κριαρά]
μπορετός, επίθ.,
βλ. ημπορετός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπορετός -ή -ό [boretós] Ε1 : (λογοτ.) δυνατός, κατορθωτός: Είναι μπορετό κτ., είναι δυνατό να γίνει.

[μσν. μπορετός < εμπορετός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπορε- (εμπορώ > μπορώ) -τός]

[Λεξικό Κριαρά]
μποριζάμενος, (μ)ποριζόμενος, μτχ.,
βλ. ημπορώ.
< Previous   1... 528 529 [530] 531 532 ...606   Next >
Go to page:Go