Combined Search
| 403 items total [61 - 70] | << First < Previous Next > Last >> |
- μικροατύχημα το [mikroatíxima] Ο49 : ατύχημα χωρίς σοβαρές συνέπειες.
[λόγ. μικρο- 1 + ατύχημα]
- μικροβιακός -ή -ό [mikroviakós] Ε1 : που έχει σχέση με τα μικρόβια και κυρίως τα παθογόνα: Mικροβιακή ανάλυση. ~ πόλεμος, που γίνεται με τη χρήση παθογόνων μικροβίων.
[λόγ. μικρόβι(ον) -ακός μτφρδ. γαλλ. microbien]
- μικρόβιο το [mikróvio] Ο40 : 1. γενική ονομασία όλων των μονοκύτταρων οργανισμών που είναι ορατοί μόνο με μικροσκόπιο: Πολλαπλασιασμός των μικροβίων. H έρευνα των μικροβίων θεμελιώθηκε από τον Παστέρ. || (ειδικότ.) κάθε παθογόνος μονοκύτταρος οργανισμός που είναι ορατός μόνο με μικροσκόπιο: Kαταπολέμηση των μικροβίων. 2. (μτφ., οικ.) άνθρωπος, συνήθ. μικρόσωμος και αδύνατος, που δεν τον υπολογίζουμε: Άντε από δω βρε ~.
[λόγ. < γαλλ. microbe < αρχ. μικρό(ς) + βί(ος) -ον (η δημιουργία αυτή, αντί π.χ. βραχύβιον ή μικρόζωον, δεν ταιριάζει στους κανόνες της αρχ. ελλην., αλλά ταιριάζει στα γαλλ.)]
- μικροβιοκτόνος -ος / -α -ο [mikrovioktónos] Ε14 : (ιατρ.) χαρακτηρισμός παράγοντα που θανατώνει τα μικρόβια.
[λόγ. μικρόβι(ον) -ο- + -κτόνος μτφρδ. γαλλ. microbicide]
- μικροβιολογία η [mikroviolojía] Ο25 : επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα των μικροβίων καθώς και η σχετική ιατρική ειδικότητα: Γιατρός που ειδικεύτηκε στη ~.
[λόγ. < γαλλ. microbiologie < microb(e) = μικρόβ(ιον) + -logie = -λογία]
- μικροβιολογικός -ή -ό [mikroviolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μικροβιολογία: Mικροβιολογικό εργαστήριο. Mικροβιολογική εξέταση αίματος / ούρων.
[λόγ. < γαλλ. microbiologique < microbiolog(ie) = μικροβιολογ(ία) -ique = -ικός]
- μικροβιολόγος ο [mikroviolóγos] Ο18 θηλ. μικροβιολόγος [mikrovio lóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στη μικροβιολογία. || Γιατρός ~.
[λόγ. < γαλλ. microbiologiste < microbio = μικρόβιο(ν) + -logiste = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- μικροβόλτ το [mikrovólt] Ο (άκλ.) : (φυσ.) μονάδα μέτρησης της τάσης του ηλεκτρικού ρεύματος ίση με το ένα εκατομμυριοστό του βολτ.
[λόγ. < γαλλ. microvolt (micro- = μικρο- 2)]
- μικροβράζω.
-
- Βράζω κ. για λίγο, ελαφρά:
- ταύτα … θές εις την ανθρακίαν την λεπτήν, ίνα μικροβράσωσιν (Ιατροσόφ. 7214).
[<επίρρ. μικρόν + βράζω]
- Βράζω κ. για λίγο, ελαφρά:
- μικρογραμμάριο το [mikroγramário] Ο40 : το ένα εκατομμυριοστό του γραμμαρίου.
[λόγ. < αγγλ. microgram < micro- = μικρο- 2, gram = γραμμάριο]



