Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Λου
159 items total [81 - 90]
[Λεξικό Κριαρά]
Λουπαδιώτης ο,
βλ. Λοπαδιώτης.
[Λεξικό Κριαρά]
Λουπάρδος ο,
βλ. Λουμπάρδος.
[Λεξικό Κριαρά]
λούπης ο.
  • Αρπακτικό πτηνό, ο ικτίνος (πιθ. ο βασιλικός, βλ. Πλατάκης, Κρητολ. 10-11, 1980, 80):
    • (Πουλολ. 126 ΑΖ κριτ. υπ).

[μτγν. ουσ. λούπης (<λατ. lupus). Η λ. και σήμ. κρητ. (Πάγκ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
λουπινάριον το· λεμπουνάρι(ν)· λοπινάρι(ν).
  • Είδος οσπρίου, το λούπινο:
    • (Ορνεοσ. 55328).

[<ουσ. λούπινον (9. αι., Lampe, και σήμ. ‑ο) + κατάλ. ‑άριον. Τ. λυπι‑ στη Σούδα. Τ. λουμπουνάρι στο Somav., λουμπινάρι και λουπινάρι σήμ. ιδιωμ. (Δημ.). Η λ. το 10. αι. (Soph.)]

[Λεξικό Κριαρά]
Λουπινάριος ο· Λουμπινάριος.
  • Προσωποπ. του ουσ. λουπινάριον:
    • (Πωρικ. ΙΙ 15).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λούπινο το [lúpino] Ο41 : ποώδες φυτό και ο καρπός του, που χρησιμοποιείται ως λίπασμα, ως ζωοτροφή ή ως διακοσμητικό.

[μσν. λούπινον < λουπ(ίνον) -ινον < λατ. lupin(um) ( [-pí-] ) -ον]

[Λεξικό Κριαρά]
λουποθάνατος ο.
  • Προσποίηση θανάτου ή βαριάς αρρώστιας·
    • (εδώ) φρ. κάνω λουποθάνατο = παριστάνω τον πεθαμένο ή τον ετοιμοθάνατο:
      • (Κάτης (Χόλτον) 35).

[πιθ. <ά συνθ. σχετ. με το λουπάζω - λουπώ + ουσ. θάνατος ή <ουσ. αλεπού + θάνατος (ΙΛ, λ. αλεπο‑). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, ό.π.)]

[Λεξικό Κριαρά]
λούπος ο.
  • Αρπακτικό πτηνό, ο λούπης (βλ. ά.):
    • ο λούπος επεχείρησεν υβρίζειν το γεράκιν (Πουλολ. 369).

[<ουσ. λούπης. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. ‑ης)]

[Λεξικό Κριαρά]
λουρδίζομαι.
  • Εξαπατώ, παρασύρω:
    • (Γλυκά, Στ. 241).

[άγν. ετυμ.· πβ. λ. ‑εύω (<επίθ. λούρδος) στο Somav. Άσχ. ιδιωμ. ‑ίζω (<*λορδίζω <ουσ. λόρδα, Georgacas 1960: 539). Λ. ‑εύω στο Somav.]

[Λεξικό Κριαρά]
λούρδος, επίθ.
βλ. λούδρος.
< Previous   1... 7 8 [9] 10 11 ...16   Next >
Go to page:Go