Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Λα
620 items total [551 - 560]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λατόπισσα η [latópisa] Ο27 : (λαϊκότρ.) ελατόπισσα.

[< ελατόπισσα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάτρα η [látra] Ο25α : (οικ.) κοπιαστική φροντίδα, περιποίηση κυρίως για την καθαριότητα του σπιτιού: Kουράστηκα, γιατί έκανα όλη τη ~ του σπιτιού, σκούπισμα, πλύσιμο, ξεσκόνισμα.

[λατρ(εύω) -α (αναδρ. σχημ.) από την παλιά σημ.: `υπηρετώ΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λατρεία η [latría] Ο25 : 1. η αγάπη, η αφοσίωση, η ευσέβεια προς το Θεό: H ~ στον ένα και μοναδικό Θεό. Ο ναός είναι τόπος λατρείας. H ~ των θεών του Ολύμπου. || H ~ των προγόνων / των ηρώων. 2. τα λόγια και οι πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται η αγάπη, η ευσέβεια, η αφοσίωση προς το Θεό: H τελετουργία της χριστιανικής λατρείας. 3. η υπερβολική αγάπη προς πρόσωπα, πράγματα, προς πνευματικές ή άλλες δραστηριότητες: Έχει ~ στη γυναίκα του / στα παιδιά του. Tην κοιτάζει με ~. Hθοποιοί, ποδοσφαιριστές, πολιτικοί γίνονται συχνά αντικείμενο λατρείας. H ~ του χρήματος / του κέρδους. Είναι μεγάλη η ~ του για τη μουσική / για τα σπορ / για το θέατρο. 4. (κυρ. για πρόσωπο) το αντικείμενο της υπερβολικής αγάπης: Γιατί, ~ μου, με στενοχωρείς; Ο κινηματογράφος είναι η μεγάλη ~ της.

[λόγ. < αρχ. λατρεία `υπηρεσία σε θεό΄]

[Λεξικό Κριαρά]
λατρευτής ο.
  • α) Αυτός που είναι στην υπηρεσία κάπ.:
    • «συλλειτουργοί και λατρευταί Θεού του παναγάθου» (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1194]
  • β) αυτός που λατρεύει, ο αφοσιωμένος:
    • λατρευτάς ειδώλων (Ερμον. Φ 60).

[μτγν. ουσ. λατρευτής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λατρευτικός -ή -ό [latreftikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στη λατρεία του Θεού: Λατρευτικά σκεύη. Aγάλματα για λατρευτική χρήση.

[λόγ. < μσν. λατρευτικός, ελνστ. σημ.: `χαρακτηριστικός υπηρέτη΄]

[Λεξικό Κριαρά]
λατρευτικώς, επίρρ.
  • Με λατρεία (θεϊκή):
    • τας εικονικάς ανατυπώσεις ου λατρευτικώς, αλλά σχετικώς ασπάζεσθαι την εκκλησίαν (Σφρ., Χρον. 1861).

[<επίθ. λατρευτικός. Η λ. τον 7.-8. αι.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λατρευτός -ή -ό [latreftós] Ε1 : που τον αγαπούν πολύ, πολυαγαπημένος. || (σε προσφών.): Λατρευτή μου μητέρα.

[λόγ. < ελνστ. λατρευτός `υπηρετικός, άξιος λατρείας΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λατρεύω [latrévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. αγαπώ, σέβομαι, τιμώ το Θεό: Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν τους θεούς του Ολύμπου. || Λαοί που λατρεύουν τους νεκρούς / τους προγόνους τους. ΦΡ τι θεό* λατρεύει; 2. αγαπώ υπερβολικά. α. για έμψυχα: Λατρεύει τη γυναίκα του / τα παιδιά του / τα ζώα / τα σκυλιά. β. για άψυχα, δραστηριότητες κ.ά.: Λατρεύει τα σπόρ / το θέατρο / το χρήμα / το κέρδος.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. λατρεύω `υπηρετώ, είμαι δούλος΄, ελνστ. σημ.: `υπηρετώ τους θεούς με προσευχές και θυσίες΄]

[Λεξικό Κριαρά]
λατρεύω· λατρεύγω.
  • 1)
    • α) Υπηρετώ, είμαι αφοσιωμένος σε κάπ. ή κ.:
      • (Αξαγ., Κάρολ. Έ 166
    • β) αγαπώ υπερβολικά κάπ.:
      • … ν’ αγαπάς λιγότερο ένα που σε λατρεύει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1216]).
  • 2) Εκδηλώνω προς το Θεό απόλυτο σεβασμό και πίστη:
    • (Ιστ. Βλαχ. 1779
    • (μεταφ.):
      • Εκείνη μόνο προσκυνά κι ως είδωλο λατρεύγει (Φορτουν. Ιντ. ά 91).
  • 3) Περιποιούμαι, φροντίζω με επιμέλεια κάπ.:
    • από όλους τους αρρώστους ετούτον ελατρεύασιν κάλλια παρά τους άλλους (Ιμπ. 746· Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 417).

[αρχ. λατρεύω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάτρης ο [látris] Ο10 πληθ. λάτρεις θηλ. (λόγ.) λάτρις [látris] & (οικ., προφ.) λάτρισσα [látrisa] Ο27α : αυτός που αγαπάει υπερβολικά, με πάθος κπ. ή κτ.: Είναι ~ του ωραίου φύλου / του κινηματογράφου / της μουσικής / των σπορ / του ωραίου.

[λόγ. < αρχ. λάτρις ὁ, ἡ (μεταπλ. -ης) `υπηρέτης΄, ελνστ. σημ.: `λάτρης των θεών΄· λάτρ(ης) -ισσα]

< Previous   1... 54 55 [56] 57 58 ...62   Next >
Go to page:Go