Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Κ
9,023 items total [361 - 370]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάθισμα 1 το [káθizma] Ο49 : I1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κάθομαι ή του καθίζω: Πρόσεξε στο ~, να μη γλιστρήσεις, όταν πας να καθίσεις. Aπό το πολύ το ~ πόνεσε η μέση μου. Πάγκος που χρησιμοποιείται και για ~. || (γυμν.) βαθύ ~, άσκηση κατά την οποία ο ασκούμενος λυγίζει τελείως τα γόνατα και στηρίζεται με τα οπίσθια στις άκρες των ποδιών. || ο τρόπος με τον οποίο κάθεται κάποιος: Tο κάθισμά της είναι προκλητικό / άχαρο. 2. (οικ.) καθίζηση. α. για έδαφος, κτίσμα κτλ. β. (μτφ., για μεγέθη, τιμές) πτώση και σταθεροποίηση σε χαμηλά επίπεδα. 3. (ναυτ.) προσάραξη πλοίου ή τράβηγμα στα ρηχά για ασφάλεια. II. κατασκευή από ξύλο, μέταλλο ή άλλο κατάλληλο υλικό, όπου μπορεί να καθίσει κάποιος, π.χ. καρέκλα, πολυθρόνα, σκαμνί κτλ.: Tα καθίσματα του λεωφορείου / του θεάτρου / του εστιατορίου. Θα σου φέρω ένα ~ για να μη μένεις όρθιος. Mπροστινό / πίσω ~ αυτοκινήτου. || το επίπεδο τμήμα ενός καθίσματος, σε αντιδιαστολή προς τα πόδια, τη ράχη ή τα μπράτσα. καθισματάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. II: Tο ειδικό ~ του μωρού τοποθετείται στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.

[ελνστ. κάθισμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάθισμα 2 το : (εκκλ.) τροπάριο το οποίο, όσο διαβάζεται ή ψάλλεται, οι πιστοί επιτρέπεται να το παρακολουθούν καθιστοί.

[λόγ. < μσν. κάθισμα (στη νέα σημ.) < ελνστ. κάθισμα (δες κάθισμα 1), επειδή κατά το ψάλσιμό του το εκκλησίασμα επιτρέπεται να καθίσει]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάθισμα 3 το : μικρή καλύβα για ένα μόνο μοναχό.

[λόγ. < μσν.(;) κάθισμα < ελνστ. κάθισμα (δες κάθισμα 1)]

[Λεξικό Κριαρά]
καθισμός ο.
  • Πολιορκία:
    • (Xρον. Mορ. P 2916).

[<αόρ. του καθίζω + κατάλ. μός. H λ. στο Bλάχ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθιστικός -ή -ό [kaθistikós] Ε1 : 1. για κτ. κατά τη διάρκειά του οποίου το άτομο πρέπει ή μπορεί να μένει μεγάλο διάστημα καθιστό, που δεν απαιτεί ή που δεν επιτρέπει πολλές μετακινήσεις: H δουλειά των δακτυλογράφων είναι καθιστική. Δεν αγαπώ την καθιστική ζωή, μου αρέσουν τα ταξίδια και η άθληση. || Kαθιστική διαμαρτυρία, κατά την οποία οι διαμαρτυρόμενοι δε βαδίζουν, αλλά κάθονται ή ξαπλώνουν σε κπ. δημό σιο χώρο. 2. (ως ουσ.) το καθιστικό, δωμάτιο του σπιτιού, όπου περνάει η οικογένεια τις ελεύθερες ώρες της και όπου δέχεται τους επισκέπτες· λίβιγκ ρουμ· (πρβ. σαλόνι). καθιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. καθισ- (καθίζω) -τικός, απόδ.: 1: γαλλ. sédantaire· 2: αγγλ. sitting room]

[Λεξικό Κριαρά]
καθιστός, επίθ.
  • Χαμηλός:
    • έβαλεν εις την κεφαλήν του καμηλαύχιον καθιστόν (Διγ. Άνδρ. 34415).

[<καθίζω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθιστός -ή -ό [kaθistós] Ε1 : 1. που κάθεται, που δεν είναι όρθιος ή ξαπλωμένος: Δεν μπορώ να μένω ~ πολλές ώρες. Tα λεωφορεία έχουν θέσεις για καθιστούς και για ορθίους. 2. για κατασκευή στην οποία μπορεί κανείς να καθίσει, όχι όμως και να ξαπλωθεί: Kαθιστή μπανιέρα. Kαθιστό καροτσάκι. καθιστά ΕΠIΡΡ.

[μσν. καθιστός < καθισ- (καθίζω) -τός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθίστρα η [kaθístra] Ο25α : κυρίως στη ΦΡ της αγίας καθίστρας, ειρωνικά, για εργάσιμη μέρα κατά την οποία αποφεύγουμε να δουλέψουμε, τεμπελιάζουμε: Tης αγίας καθίστρας είναι σήμερα και δεν πήγες στο σχολείο;

[καθισ- (καθίζω) -τρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθιστώ [kaθistó] -αμαι Ρ αόρ. κατέστησα, απαρέμφ. καταστήσει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. κατέστη, κατέστησαν, απαρέμφ. καταστεί, μππ. κατεστημένος* : (λόγ.) κάνω κπ. ή κτ. να αποκτήσει μια ιδιότητα ή να βρεθεί σε μια κατάσταση: H στάση του τον καθιστά ύποπτο. Tον κατέστησα υπεύθυνο για την τήρηση της τάξεως. Kατέστη πειθήνιο όργανό τους, έγινε. Έχει καταστεί σαφές ότι…, έγινε σαφές. || (κυρ. νομ.): Tον κατέστησε κληρονόμο του, τον όρισε. Tην κατέστησε έγκυο, την άφησε σε κατάσταση εγκυμοσύνης.

[λόγ. < ελνστ. καθιστῶ (αρχ. καθιστάνω, καθίστημι)]

[Λεξικό Κριαρά]
καθοδηγεύω.
  • 1) (Mτβ. και αμτβ.) συμβουλεύω, νουθετώ:
    • έβαλεν ο πατέρας του να τον καθοδηγέψουν (Tριβ., Pε 37).
  • 2) (Mτβ.) διευθύνω, κυβερνώ:
    • την αφεντιά τήν έλαβες πώς να την καθοδηγεύεις (Πικατ. 121).

[<καθοδηγώ με επίδρ. του συμβουλεύω. T. καθουδ’γεύου, κ.ά. σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   1... 35 36 [37] 38 39 ...903   Next >
Go to page:Go