Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Κον
282 items total [271 - 280]
[Λεξικό Κριαρά]
κοντσεδέρω.
  • Παραδέχομαι:
    • (Κατζ. Ε´ 348).

[<ιταλ. concedere]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντσέρτο το [kontsérto] & κονσέρτο το [konsérto] Ο39 : 1. συναυλία1. 2. (μουσ.) σύνθεση για σόλο όργανο (ή όργανα) και ορχήστρα: ~ για πιάνο και ορχήστρα. Tο τριπλό ~ του Mπετόβεν.

[ιταλ. concerto· λόγ. κατά το γαλλ. concert (< ιταλ. concerto)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντσίνα η [kontsína] & κολτσίνα [koltsína] η Ο25 : είδος χαρτοπαιγνίου, τεχνικό και όχι τυχερό, που παίζεται με ολόκληρη την τράπουλα.

[βεν. concina· ανομ. [n-n > n-l] ]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντυλ‑,
βλ. κονδυλ‑.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντυλένιος -α -ο [kondilénos] Ε4 : καλλίγραμμος, λεπτοκαμωμένος και καλοφτιαγμένος, κυρίως ως χαρακτηρισμός για τα δάχτυλα και τη μύτη: Kοντυλένια δάχτυλα. Kοντυλένια μύτη.

[κοντύλ(ι) -ένιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντύλι το [kondíli] Ο44 : ειδική γραφίδα από σχιστόλιθο, με την οποία έγραφαν επάνω στην πλάκα οι πολύ μικροί μαθητές.

[μσν. κοντύλι(ν) < ελνστ. κονδύλιον (προφ. [nd] ) υποκορ. του αρχ. κόνδυλος, επειδή σαν γραφίδα χρησιμοποιόταν ένα κομμάτι καλάμι κομμένο από έναν κόνδυλο (“κόμπο”) σε άλλο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντυλογραμμένος -η -ο [kondiloγraménos] Ε3 : κοντυλένιος.

[κοντύλ(ι) -ο- + γραμμένος μππ. του γράφω]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντύσιν το.
– Βλ. και κοντώσιν.
  • Κοντό ξύλο (εδώ προκ. για το κοντύτερο από τα δυο ξύλα του σταυρού):
    • εξήλωσεν (ενν. η αγία Ελένη) τους σταυρούς των ληστών και έβαλεν … το μακρύσιν του πονηρού με το κοντύσιν του καλού (Μαχ. 612 (έκδ. κοντήσιν)).

[κατά Χατζηιωάννου πιθ. <ουσιαστικοπ. απαρέμφ. μέλλ. του κοντύνω]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντώσιν το.
– Βλ. και κοντύσιν.
  • Κοντό ξύλο (εδώ προκ. για το κοντύτερο από τα δυο ξύλα του σταυρού):
    • εξήλωσεν (ενν. η αγία Ελένη) τους σταυρούς των ληστών και έβαλεν το μακρύσιν του καλού με το κοντώσιν του πονηρού (Μαχ. 611 (έκδ. κοντόσιν)).

[κατά Χατζηιωάννου πιθ. <ουσιαστικοπ. απαρέμφ. μέλλ. του *κοντόω. Πβ. και αρχ. ουσ. κόντωσις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονφερασιέ ο [konferasxé] Ο (άκλ.) : παρουσιαστής ψυχαγωγικού επιθεωρησιακού προγράμματος, ο οποίος παρεμβάλλεται ανάμεσα στα διάφορα νούμερα, λέγοντας ανέκδοτα και κάνοντας έναν υποτυπώδη διάλογο με το κοινό.

[λόγ. < γαλλ. conférancier `που κάνει διάλεξη΄]

< Previous   1... 25 26 27 [28] 29   Next >
Go to page:Go