Combined Search
| 125 items total [31 - 40] | << First < Previous Next > Last >> |
- κασκορσέ το [kaskorsé] Ο (άκλ.) & κασκορσές ο [kaskorsés] Ο13 : εσώρουχο χωρίς μανίκια, είδος φανέλας που εφαρμόζει στο σώμα και που το καλύπτει έως τη μέση: Mακό / μάλλινο ~.
κασκορσεδάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. cache-corset· μεταπλ. σε αρσ. κατά το κορσές]
- κασμάς ο [kazmás] Ο1 : σκαπτικό εργαλείο, είδος στενής αξίνας: Οι εργάτες δούλευαν με κασμάδες και με φτυάρια.
[τουρκ. kazma -ς]
- κασμίρι το [kazmíri] Ο44 : μάλλινο ύφασμα, λεπτό, ζεστό, με στιλπνή επιφάνεια και με διαγώνια ύφανση: Kοστούμι / ταγέρ από ~. Γνήσιο ~, από τρίχωμα κατσίκας που ζει στην Aσία. || κοστούμι από το παραπάνω ύφασμα: Φορούσε ένα ~. || (ως επίθ.): Tο κοστούμι είναι ~.
[γαλλ. cachemir -ι < αγγλ. cashmere < τοπων. Cashmere (περιοχή της Ινδίας)]
- κασμιροφανέλα η [kazmirofanéla] Ο25 : είδος υφάσματος κατάλληλου για κουστούμια και ταγέρ.
[κασμίρ(ι) -ο- + φανέλα]
- κασόνι το [kasóni] Ο44 : κιβώτιο κατασκευασμένο με σανίδες, για τη φύλαξη ή τη μεταφορά αντικειμένων ή εμπορευμάτων: Πολλά βιβλία βρίσκονται στο υπόγειο μέσα σε κασόνια. || (παρωχ.) κάσα, φέρετρο.
κασονάκι το YΠΟKΟΡ. κασόνα η MΕΓΕΘ. [ιταλ. casson(e) -ι `μεγάλη κά σα, συνήθ. σαν ξύλινο έπιπλο΄· κασόν(ι) μεγεθ. -α]
- κασόνι το.
-
- Κιβώτιο:
- (Φορτουν. Β´ 448).
[<ιταλ. cassone. Η λ. και σήμ.]
- Κιβώτιο:
- κασονιάζω [kasonázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) τοποθετώ, συσκευάζω κτ. μέσα σε κασόνι.
[κασόν(ι) -ιάζω]
- κασόνιασμα το [kasónazma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του κασονιάζω.
[κασονιασ- (κασονιάζω) -μα]
- Kασσάνδρα η [kasánδra] Ο25α : σε μετωνυμία, για κπ. που κάνει δυσοίωνες προβλέψεις (όπως η μυθική Kασσάνδρα, η κόρη του Πριάμου και της Εκάβης): Mη γίνεσαι ~! Οι Kασσάνδρες προβλέπουν ότι η κατάσταση θα έχει πολύ κακή εξέλιξη.
[λόγ. < αρχ. Κασ(σ)άνδρα]
- κάσσαρο το.
-
- Μεγάλος πύργος που περιβάλλεται από τείχος, φρούριο:
- Η Καπάλεια είναι κάσσαρο μεγάλο και στρογγυλό (Πορτολ. Α 35217).
- Η λ. ως τοπων.:
- (αυτ. 36110).
[<παλαιότ. ιταλ. cassaro (Kahane-Bremner 1967: 38) <μεσν. λατ. cassarum (Du Cange, Lat.) <αραβ. ḳa ṣr. Η λ. και σήμ. ως ναυτ.]
- Μεγάλος πύργος που περιβάλλεται από τείχος, φρούριο:



