Combined Search
| 888 items total [721 - 730] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιστάμενος -η -ο [istámenos] Ε5 : κυρίως στις εκφορές υψηλά ιστάμενα πρόσωπα / στελέχη, που κατέχουν μια επίσημη και υψηλή κοινωνική θέση. || (ως ουσ.): Yψηλά ιστάμενοι.
[λόγ. < αρχ. ἱστάμενος μπε. του ἵστημι στήνω΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισταμίνη η [istamíni] Ο30 : (βιοχημ.) κρυσταλλική ουσία που ανήκει στις αμίνες και είναι υπεύθυνη για τις αλλεργίες.
[λόγ. < γαλλ. histam(ine) -ίνη]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιστανέο(υ), ιστανιό, επίρρ.,
- βλ. στανιό.
[Λεξικό Κριαρά]
- ιστέκομαι, ιστήκω,
- βλ. στέκω.
[Λεξικό Κριαρά]
- ιστήνω,
- βλ. στήνω.
[Λεξικό Κριαρά]
- ιστία, ιστιά η,
- βλ. εστία.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιστίο το [istío] Ο39 : (λόγ.) το πανί οποιουδήποτε θαλάσσιου σκάφους (πλοίου, βάρκας) ή μηχανής που κινείται με τη δύναμη του ανέμου (ανεμόμυλου): Tα ιστία ενός πλοίου, τα πανιά ή άρμενα.
[λόγ. < αρχ. ἱστίον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιστιο- [istio] & ιστιό- [istió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσιαστικό ιστίο ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. σε προσδιοριστικά σύνθετα, δηλώνει ότι αυτό που αναφέρεται ως β' συνθετικό αφορά το ιστίο, αναφέρεται σ΄ αυτό: ~θήκη, ~κεραία, ιστιόκεντρο, θήκη, κεραία κτλ. του ιστίου· ~πλόος· ~πλοώ, πλέω με τη βοήθεια ιστίου, συμμετέχω σε αγώνες ιστιοπλοΐας. 2. σε αντικειμενικά σύνθετα: ~δέτης, ~ποιός, ~φόρο.
[λόγ. < αρχ. ἱστιο- θ. της λ. ἱστίο(ν) ως α' συνθ.: αρχ. ἱστιο-δρομῶ `πλέω με όλα τα πανιά΄, ελνστ. ἱστιο-φόρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιστιοδρομία η [istioδromía] Ο25 : αγώνας ταχύτητας με ιστιοφόρο σκάφος· (πρβ. ιστιοπλοΐα).
[λόγ. < αρχ. ρ. ἱστιοδρομ(ῶ) `αρμενίζω με όλα τα πανιά΄ -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]



