Combined Search
| 888 items total [501 - 510] | << First < Previous Next > Last >> |
- ιππάριο το [ipário] Ο40 : (παλαιοντ.) ονομασία θηλαστικού που έμοιαζε με άλογο και σήμερα έχει εκλείψει.
[λόγ. < νλατ. hipparion (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἱππάριον `αλογάκι΄, αρχ. σημ.: `παλιάλογο΄(υποκορ. του ἵππος)]
- ιππάριο(ν) το· ιππάρι(ν).
-
- Μικρό άλογο·
- (γενικ.) άλογο:
- ιππάρια αφυρωμένα (Διγ. Esc. 1234).
- (γενικ.) άλογο:
[αρχ. ουσ. ιππάριον. Τ. αππάριον στο Meursius και αππάριν σήμ. κυπρ.]
- Μικρό άλογο·
- ιππασία η [ipasía] Ο25 : α. πορεία πάνω σε άλογο που γίνεται για ψυχαγωγία ή άθλημα: Kάνω ~. β. η τέχνη του να ιππεύει κανείς, να καθοδηγεί ένα άλογο πάνω στο οποίο κινείται: Σχολή / μάθημα ιππασίας. Aγώνες ιππασίας, ιππικοί ή ιππευτικοί αγώνες· (πρβ. ιπποδρομία).
[λόγ. < αρχ. ἱππασία]
- ιππέας ο [ipéas] Ο21 : στρατιώτης που ιππεύει άλογο· έφιππος στρατιώτης· (πρβ. καβαλάρης, αναβάτης): Εξεστράτευσε με χίλιους ιππείς και δέκα χιλιάδες πεζούς.
[λόγ. < αρχ. ἱππεύς, αιτ. -έα]
- ιππείς οι [ipís] Ο21 : (ιστ.) στην αρχαία Aθήνα, μία από τις τάξεις των πολιτών.
[λόγ. < αρχ. Ἱππεῖς, πληθ. της λ. ἱππεύς (δες ιππέας)]
- ιππευτικός -ή -ό [ipeftikós] Ε1 : που αναφέρεται στον ιππέα· ιππικός: Iππευτικοί αγώνες, ιππικοί.
[λόγ. ιππεύ(ω) -τικός]
- ιππεύω [ipévo] Ρ5.1α : ανεβαίνω, είμαι ανεβασμένος επάνω σε άλογο· (πρβ. καβαλικεύω). ANT αφιππεύω. ΦΡ ιππεύει τον Πήγασο*.
[λόγ. < αρχ. ἱππεύω]
- ιππηλασία η.
-
- Τρέξιμο με άλογα:
- Εκείνος … ουκ εφαίνετο εκ της ιππηλασίας (Βέλθ. 88).
[μτγν. ουσ. ιππηλασία]
- Τρέξιμο με άλογα:
- ιππηλάσιον το.
-
- Τρέξιμο με άλογα:
- ιππηλάσια … ποθήσας (Διγ. Gr. 1021).
[<ουσ. ιππηλασία + κατάλ. ‑ιον. Η λ. στο Du Cange]
- Τρέξιμο με άλογα:
- ιππήλατος -η -ο [ipílatos] Ε5 : που τον σέρνει, τον κινεί άλογο: Iππήλατο όχημα. Tα παλιά ιππήλατα τραμ.
[λόγ. < αρχ. ἱππήλατος `χώρος κατάλληλος για ιππασία ή για άρματα΄ σημδ. αγγλ. horse driven (wagon) ή γερμ. Ρferdefuhrwerk]



