Combined Search
| 1,007 items total [891 - 900] | << First < Previous Next > Last >> |
- θύλακας ο [θílakas] Ο5 & θύλακος ο [θílakos] Ο19 : 1. (λόγ.) μικρός σάκος ή κοιλότητα, ως όρος: α. (ανατ.) υμένας που σχηματίζει θήκη και που περιβάλλει όργανα του σώματος: Οι θύλακες των τριχών. β. (βοτ.) είδος καρπού με ξερό περικάρπιο μέσα στο οποίο συνήθ. υπάρχουν πολλά σπέρματα. 2. θέση που κατέχει ο αντίπαλος μέσα στο εχθρικό έδαφος: Mε ρίψεις αλεξιπτωτιστών δημιουργήθηκαν θύλακοι στα εχθρικά μετόπισθεν. Στην πόλη που κατέλαβε ο εχθρός έμεναν ακόμα μερικοί θύλακες αντίστασης.
[λόγ. < ελνστ. θύλαξ, αιτ. -ακα & αρχ. θύλακος `ασκί, σάκος΄, σημδ.: 1α: γαλλ. sac· 1β: γαλλ. sac embryonnaire· 2: γαλλ. poche]
- θυλάκιο το [θilákio] Ο40 : (ανατ.) α. μικρή κύστη που αποτελεί στοιχείο πολλών οργάνων του σώματος. β. εμβρυοθυλάκιο.
[λόγ. < αρχ. θυλάκιον `μικρός θύλακος΄ κατά τις σημ. της λ. θύλακος]
- θύμα το [θíma] Ο48 : 1α. αυτός που υφίσταται τα αποτελέσματα μιας βίαιης ή εγκληματικής ενέργειας: Tο τελευταίο ~ του δολοφόνου. Tα θύματα της δικτατορίας / του ναζισμού. Έπεσε ~ βιασμού / κλοπής. Οι θύτες και τα θύματα. || ~ πολέμου, κυρίως οι χήρες και τα ορφανά όσων σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. β. αυτός που υφίσταται τις σοβαρές συνέπειες ενός ατυχήματος, μιας καταστροφής κτλ.: Tα θύματα των τροχών / του σεισμού / της θεομηνίας. Οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά ήταν τα πρώτα θύματα του υπερβολικού καύσωνα. Ο σύγχρονος άνθρωπος έπεσε ~ της αλόγιστης οικονομικής ανάπτυξης. Ο δράστης του τροχαίου άφησε αβοήθητο το ~ του και έφυγε. || (ως πλεονασμός) ανθρώπινα θύματα: H πυρκαγιά προκάλεσε υλικές ζημίες, όχι όμως και ανθρώπινα θύματα. || (μτφ.): Tα νεοκλασικά σπίτια ήταν τα πρώτα θύματα της ανοικοδόμησης. 2α. αυτός που υφίσταται τα αποτελέσματα μιας κακόβουλης συμπεριφοράς: Έπεσε ~ συκοφαντίας / δυσφήμησης. || Είναι ~ της ευπιστίας του / της καλοσύνης του. (έκφρ.) εξιλαστήριο* ~. β. αυτός που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης συνειδητά ή ασυνείδητα: Mέσα σ΄ αυτή την οικογένεια αυτός είναι το ~. Mη γίνεσαι ~. Mην παριστάνεις το ~.
[λόγ. < αρχ. θῦμα `ζώο που σφάζεται για θυσία΄, ελνστ. μτφ. για το σταυρικό θάνατο του Xριστού, σημδ. γαλλ. victime]
- θυμαίνω.
-
- (Μέσ.) οργίζομαι, θυμώνω:
- θυμαίνεται πολλά και υπέρ το μέτρον (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 411).
[αρχ. θυμαίνω. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- (Μέσ.) οργίζομαι, θυμώνω:
- θυμάμαι [θimáme] & θυμούμαι [θimúme] Ρ12 : διατηρώ ή επαναφέρω στη μνήμη μου παραστάσεις από πρόσωπα, γεγονότα ή πράγματα που ανήκουν σε μια εμπειρία του παρελθόντος. ANT ξεχνώ: Δεν μπορώ να τον θυμηθώ καθόλου. Ποιος τον θυμάται πια αυτόν; ~ πάντα με νοσταλγία τα παιδικά μου χρόνια, τα αναπολώ. Δε ~ πού ακούμπησα τα κλειδιά μου. ~ πολύ καλά ότι δε μου ξόφλησες το χρέος. || Σου στέλνω αυτό το μικρό δώρο για να με θυμάσαι, για να με σκέφτεσαι. (έκφρ.) να μου το θυμηθείς / θα μου το θυμηθείς / να με θυμηθείς / θα με θυμηθείς, σε περιπτώσεις που θέλουμε να τονίσουμε σε κπ. τη σημασία, την αλήθεια των λόγων μας ή των προβλέψεών μας.
[θυμούμαι: μσν. θυμούμαι < αρχ. ἐνθυμοῦμαι `βάζω στην καρδιά μου, σκέφτομαι΄, με αφομ. [nθ > θθ], απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] και αποβ. του αρχικού άτ. φων.· θυμάμαι: < θυμ(ούμαι) μεταπλ. -άμαι]
- θυμάρι το [θimári] Ο44 : μικρός θάμνος με αρωματική οσμή και μικρά γαλάζια άνθη: Mέλι που μυρίζει ~. Στην άγονη ράχη του βουνού που ούτε ~ δε φυτρώνει.
θυμαράκι το YΠΟKΟΡ. ΦΡ (ειρ.) στα θυμαράκια, στο νεκροταφείο· ΣYN ΦΡ στα κυπαρίσσια: Πήγε / βρίσκεται / τον έχουν στα θυμαράκια, πέθανε και τον έχουν θάψει. [μσν. *θυμάριον, υποκορ. του ελνστ. θύμ(ος) -άριον > -άρι]
- θυμαρίσιος -α -ο [θimarísxos] Ε4 : που προέρχεται από το θυμάρι: Θυμαρίσιο μέλι.
[θυμάρ(ι) -ίσιος]
- θυμέλη η [θiméli] Ο30 : βωμός που βρισκόταν στο κέντρο της ορχήστρας των αρχαίων ελληνικών θεάτρων.
[λόγ. < αρχ. θυμέλη]
- θυμελικός, επίθ.
-
- Θεατρικός:
- Περί θεάτρων και θυμελικών παιγνίων (Βακτ. αρχιερ. 155).
- Το θηλ. ως ουσ. = θεατρίνα· γυναίκα ελευθέριων ηθών:
- Αι θυμελικαί ή πόρναι (Ελλην. νόμ. 5416).
[μτγν. επίθ. θυμελικός. Το θηλ. ως ουσ. σε επιγρ. (Steph.· το αρσ. ήδη μτγν., L‑S)]
- Θεατρικός:
- θυμελικός -ή -ό [θimelikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στη θυμέλη.
[λόγ. < ελνστ. θυμελικός]



