Combined Search
| 1,007 items total [21 - 30] | << First < Previous Next > Last >> |
- θαλάσσι το.
-
- Θάλασσα:
- το θαλάσσι … κτυπά κιαμιά φορά κάτω στο περιγιάλι (Ερωφ. Α´ 320).
[<ουσ. θάλασσα + κατάλ. ‑ι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Θάλασσα:
- θαλασσίδιον το.
-
- (Εκκλ.) υπόγεια δεξαμενή στο Άγιο Βήμα όπου διοχετευόταν το νερό του βαπτίσματος και του νιπτήρος των ιερέων, χωνευτήριο:
- Το δε θαλασσίδιον το αποκάτω της Αγίας Τραπέζης (Hagia Sophia ω 5294).
[<ουσ. θάλασσα + κατάλ. ‑ίδιον. Η λ. στο Meursius]
- (Εκκλ.) υπόγεια δεξαμενή στο Άγιο Βήμα όπου διοχετευόταν το νερό του βαπτίσματος και του νιπτήρος των ιερέων, χωνευτήριο:
- θαλάσσιμος ο.
-
- Ναύτης:
- τους θαλασσίμους, ήγουν τους ναύτας (Ασσίζ. 466).
[<ουσ. θάλασσα + κατάλ. ‑ιμος]
- Ναύτης:
- θαλασσινά, επίρρ.
-
- 1) Απ’ τη μεριά της θάλασσας·
- (εδώ) δυτικά:
- θαλασσινά και ανατολικά (Πεντ. Γέν. XXVIII 14).
- (εδώ) δυτικά:
- 2) Κοντά στη θάλασσα:
- Φλάμπουρα φουσσάτο του Εφραίμ εις τις στρατιές τους θαλασσινά (αυτ. Αρ. II 18).
[<επίθ. θαλασσινός]
- 1) Απ’ τη μεριά της θάλασσας·
- θαλασσινός, επίθ.
-
- Που προέρχεται από τη θάλασσα:
- εγύρισεν ο Κύριος άνεμο θαλασσινό (Πεντ. Έξ. X 19).
- Η λ. ως τοπων.:
- στον κάμπον του Θαλασσινού (Χρον. Μορ. H 3636).
[<ουσ. θάλασσα + κατάλ. ‑ινός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Που προέρχεται από τη θάλασσα:
- θαλασσινός -ή -ό [θalasinós] Ε1 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται στη θάλασσα, που γίνεται σ΄ αυτήν, που προέρχεται από αυτήν: Θαλασσινές ιστορίες. Θαλασσινά μπάνια / ταξίδια. Θαλασσινά ψάρια. Θαλασσινό νερό, το αλμυρό νερό της θάλασσας· θαλασσόνερο: Πισίνα που τη γεμίζουν με θαλασσινό νερό. ~ αέρας. ANT στεριανός. 2. (ως ουσ.) α. ο θαλασσινός: α1. αυτός που κατοικεί σε παραθαλάσσια περιοχή ή σε νησί, ή που κατάγεται από κει. ANT στεριανός. α2. αυτός που η εργασία του σχετίζεται άμεσα με τη θάλασσα· (πρβ. ναυτικός): H ζωή των θαλασσινών είναι σκληρή. β. τα θαλασσινά, τα διάφορα οστρακόδερμα και γενικότερα τα βρώσιμα ζώα της θάλασσας εκτός από τα ψάρια: Για μεζέ φάγαμε μύδια, στρείδια, χταποδάκι και άλλα θαλασσινά.
[θάλασσ(α) -ινός]
- θαλάσσιος, επίθ.
-
- 1) Που προέρχεται από τη θάλασσα ή που ζει στη θάλασσα:
- (Λίβ. (Lamb.) N 166).
- 2) Θαλασσής:
- σεντούκι κεντητό θαλάσσιον (Σπανός A 453).
[αρχ. επίθ. θαλάσσιος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που προέρχεται από τη θάλασσα ή που ζει στη θάλασσα:
- θαλάσσιος -α -ο [θalásios] Ε6 : που ανήκει, που αναφέρεται στη θάλασσα, που προέρχεται απ΄ αυτήν: Θαλάσσιο φυτό / ζώο. Θαλάσσια λουτρά / ρεύματα. Θαλάσσιο σκι. Θαλάσσιες μεταφορές / συγκοινωνίες. Θαλάσσια αύρα. || ~ ελέφαντας, είδος φώκιας, μεγάλο σε μέγεθος, που έχει ρύγχος σαν προβοσκίδα. ~ λέων, θηλαστικό που ζει στη θάλασσα, μοιάζει με φώκια και έχει πτερύγια στα αυτιά.
[λόγ. < αρχ. θαλάσσιος]
- Θαλασσίτης ο.
-
- Αυτός που κατοικεί στα νησιά και τα παράλια (πιθ. της Άσπρης Θάλασσας = Αιγαίου):
- Αράπηδες …, Φράγκοι και Θαλασσίτες (Συναδ. φ. 83r).
- Η λ. ως επών. του αγίου Νικολάου:
- (Byz. Kleinchron. Β´ 61556).
[<ουσ. θάλασσα + κατάλ. ‑ίτης. Πβ. μτγν. ουσ. θαλασσίτης (L‑S, Lampe)]
- Αυτός που κατοικεί στα νησιά και τα παράλια (πιθ. της Άσπρης Θάλασσας = Αιγαίου):
- θαλασσο- [θalaso] & θαλασσό- [θalasó], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & θαλασσ- [θalas], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. θάλασσα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. σε αντικειμενικά σύνθετα: ~γραφία, ~πόρος, ~κράτορας. 2. σε προσδιοριστικά σύνθετα, κυρίως για δήλωση στενής σχέσης με τη θάλασσα: θαλασσαετός, ~πούλι, ~ζωσμένος, θαλασσόλυκος.
[2: αρχ. θαλασσ(ο)- θ. της λ. θάλασσ(α) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. θαλασσο-κράτωρ· 1: λόγ. < αρχ. θαλασσ(ο)- & γαλλ., αγγλ. thalasso- < αρχ. θαλασσ(ο)-: θαλασσο-γραφία 2 < αγγλ. thalasso graphy & μτφρδ. γαλλ. maritime, αγγλ. sea-, γερμ. See: θαλασσο-πλοΐα < γαλλ. navigation maritime ή γερμ. Seefahrt ]



