Παράλληλη αναζήτηση
| 1.007 εγγραφές [451 - 460] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θερίο(ν), θεριό(ν) το,
- βλ. θηρίο(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θέρισμα το [θérizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θερίζω: Tο ~ του σιταριού / του χωραφιού.
[θερισ- (θερίζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- θέρισμα το.
-
- Το σιτάρι που είναι για θέρισμα (ως σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Λευιτ. XXIII 22).
[<αόρ. του θερίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ.]
- Το σιτάρι που είναι για θέρισμα (ως σύστ. αντικ.):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θερισμός ο [θerizmós] Ο17 : το κόψιμο των ώριμων δημητριακών με δρεπάνι ή με άλλο μηχανικό μέσο.
[αρχ. ή λόγ. < αρχ. θερισμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- θερισμός ο.
-
- α) Θερισμός:
- (Φυσιολ. (Zur.) XX 3α1)·
- (μεταφ.):
- (Μορεζίν., Λόγ. 467)·
- β) ο καιρός του θερισμού· το καλοκαίρι:
- (Δούκ. 24121).
[αρχ. ουσ. θερισμός. Η λ. και σήμ.]
- α) Θερισμός:
[Λεξικό Κριαρά]
- θεριστά τα.
-
- Ό,τι έχει θεριστεί:
- (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι IX 68).
[πληθ. ουδ. του μτγν. επιθ. θεριστός ως ουσ.]
- Ό,τι έχει θεριστεί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεριστής ο [θeristís] Ο7 θηλ. θερίστρια [θerístria] Ο27 & (λαϊκότρ.) θερίστρα [θerístra] Ο25 : 1α. αυτός που θερίζει με δρεπάνι: Tα στάχυα σωριάζονταν κομμένα στο πέρασμα των θεριστών. β. (μτφ., λογοτ.) αυτός που προκαλεί ομαδικούς θανάτους: Ο Xάρος, ο ~. 2. (λαϊκότρ.) Θεριστής, ο μήνας Iούνιος.
[1: αρχ. θεριστής· 2: μσν. σημ.· λόγ. θερισ(τής) -τρια· θερισ(τής) -τρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- θεριστής ο.
-
- Θεριστής:
- κόπτουν θερισταί χωράφιν δασωμένον (Αχιλλ. N 572)·
- (μεταφ.):
- (Μορεζίν., Λόγ. 467).
- Ως κύρ. όν. = ο μήνας Ιούνιος:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3733).
[αρχ. ουσ. θεριστής. Η λ. και σήμ.]
- Θεριστής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεριστικός -ή -ό [θeristikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το θέρισμα δημητριακών ή χόρτων, που είναι κατάλληλος γι΄ αυτό: Θεριστική μηχανή. Θεριστικά εργαλεία. 2. (στρατ.): Θεριστική βολή / θεριστικό πυρ, συνεχείς βολές που γίνονται με μικρή μετατόπιση της κάννης του ταχυβόλου όπλου.
[ελνστ. θεριστικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- θεριωμένος, μτχ. επίθ.,
- βλ. θηριωμένος.



