Combined Search
| 688 items total [111 - 120] | << First < Previous Next > Last >> |
- ζαφειρένιος, επίθ.
-
- Που έχει το γαλάζιο χρώμα του ζαφειριού:
- μάτια ζαφειρένια (Πανώρ. Α´ 79).
[<ουσ. ζαφείρι + κατάλ. ‑ένιος. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει το γαλάζιο χρώμα του ζαφειριού:
- ζαφειρένιος -α -ο [zafirénos] Ε4 : 1. (για κοσμήματα) κατασκευασμένος με ζαφειρόπετρες: Zαφειρένιο δαχτυλίδι / βραχιόλι. 2. που έχει το ωραίο γαλανό χρώμα του ζαφειριού: Zαφειρένια θάλασσα. Tο ζαφειρένιο βάθος τ΄ ουρανού. Zαφειρένια μάτια.
[ζαφείρ(ι) -ένιος]
- ζαφείρι το [zafíri] Ο44 : ορυκτός πολύτιμος λίθος σε όλες τις αποχρώσεις του γαλανού, από το ανοιχτό ως το σκούρο: Kοσμήματα από ζαφείρια και ρουμπίνια. || Zαφείρια είναι τα μάτια της, γαλανά και ωραία σαν ζαφείρια.
[μσν. ζαφείρι(ν) < ζάφειρ(ος) υποκορ. -ι(ο)ν < ζάμφειρος (με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] ) < ελνστ. σάπφειρος (`lapis lazuli΄, ημιπολύτιμος λίθος συγγενικός προς το ζαφείρι) (σημιτ. προέλ.), με ηχηροπ. του αρχικού [s > z] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-s > ton-z] και ανομ. τροπή [pf > mf] ]
- ζαφείριν το· ζαφείρι· σαφείρι.
-
- 1)
- α) Πολύτιμη πέτρα, ζαφείρι:
- το δαχτυλίδιν τση με τ’ ακριβό ζαφείρι (Ερωτόκρ. Ε´ 555)·
- (μεταφ.):
- Για ’δέ τα ζαφείρια, οπού έναι τούτοι οι νέοι (Συναξ. γυν. 613)·
- β) (μεταφ.) που είναι γαλάζιος και όμορφος σαν ζαφείρι:
- τα μάτια τση ζαφείρι (Ερωτόκρ. Β´ 611).
- α) Πολύτιμη πέτρα, ζαφείρι:
- 2) (Ως προσφών. αγαπημένου προσώπου):
- για σεν λιγώνομαι, πανώριο μου ζαφείρι (Ch. pop. 287).
[<μτγν. ουσ. σαπφείριον. Ο τ. ζαφείρι στο Meursius (‑ήρη) και σήμ.]
- 1)
- ζαφείρινος, επίθ.
-
- Καμωμένος από ζαφείρι:
- ζώδιον … εκ λίθου ζαφειρίνου (Βέλθ. 370).
[<ουσ. ζάφειρος + κατάλ. ‑ινος. Πβ. μτγν. επίθ. σαπφείρινος]
- Καμωμένος από ζαφείρι:
- ζαφειρομάτι το.
-
- Μάτι που έχει το χρώμα του ζαφειριού:
- Δεν έν τινάς … με τα ζαφειρομάτια σου να μην τονε δοξέψεις (Ch. pop. 515).
[<ουσ. ζαφείρι + μάτι]
- Μάτι που έχει το χρώμα του ζαφειριού:
- ζαφειρομπάλασον το.
-
- (Στον πληθ. και τον εν.) ζαφείρια και ρουμπίνια:
- ζαφειρομπάλασα όλο τον εστολίζα (Ερωτόκρ. Β´ 130· Ριμ. Βελ. ρ 884).
[<ουσ. ζαφείρι + μπαλάσι]
- (Στον πληθ. και τον εν.) ζαφείρια και ρουμπίνια:
- ζαφειροξομπλισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Στολισμένος με ζαφείρια:
- Θρόνους ζαφειροξομπλισμένους (Βυζ. Ιλιάδ. 52).
[<ουσ. ζαφείρι + μτχ. παρκ. του ξομπλίζω]
- Στολισμένος με ζαφείρια:
- ζαφειρόπετρα η [zafirópetra] Ο27α : κομμάτι κατεργασμένου ζαφειριού σε δαχτυλίδι ή άλλο κόσμημα.
[ζαφείρ(ι) -ο + πέτρα]
- ζάφειρος ο,
- βλ. σάπφειρος.



