Combined Search
| 688 items total [521 - 530] | << First < Previous Next > Last >> |
- ζυγώνω [ziγóno] Ρ1α : (λογοτ.) πηγαίνω κοντά ή περισσότερο κοντά σε κπ. ή σε κτ.· πλησιάζω, σιμώνω: Mη ζυγώνεις· μείνε εκεί που είσαι.
[μσν. ζυγώνω (στη νέα σημ.) < ελνστ. ζυγ(ῶ) -ώνω `συνδέω΄ < αρχ. ζυγῶ `υποτάσσω΄ (< ουσ. ζυγός)]
- ζυγώνω· αόρ. εζύγωξα.
-
- 1) Πλησιάζω:
- ζύγωσε στους ναύτες (Θησ. Δ´ [333]).
- 2)
- α) Απομακρύνω, διώχνω:
- Το ’να μ’ αφτί σού τα γροικά και τ’ άλλο τα ζυγώνει (Ερωτόκρ. Γ´ 161)·
- β) καταδιώκω:
- οι Αθηναίοι φεύγασι κι οι Βλάχοι τσι ζυγώνα (Ερωτόκρ. Δ´ 1022).
- α) Απομακρύνω, διώχνω:
[αρχ. ζυγόω. Η λ. στο Βλάχ. (ζη‑) και σήμ.]
- 1) Πλησιάζω:
- ζυγώτης ο [ziγótis] Ο10 : (βιολ.) ζυγωτό κύτταρο.
[λόγ. < διεθ. zygot(e) -ης < αρχ. ζυγωτός `ζεμένος στο ζυγό΄]
- ζυγωτός -ή -ό [ziγotós] Ε1 : (βιολ.) ζυγωτό κύτταρο, το αρχικό κύτταρο από το οποίο προέρχεται ένας νέος οργανισμός και το οποίο σχηματίζεται από την ένωση δύο γαμετών, του αρσενικού και του θηλυκού.
[λόγ. < διεθ. zygote < αρχ. ζυγωτός `ζεμένος στο ζυγό΄]
- ζυθεστιατόριο το [ziθestiatório] Ο40 : εστιατόριο στο οποίο σερβίρεται μπίρα.
[λόγ. ζυθ(οπωλείον) + εστιατόριον]
- ζυθοζύμη η [ziθozími] Ο30 : καλλιέργεια (μάζα) ζαχαρομύκητα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή ζύθου· μαγιά της μπίρας.
[λόγ. ζύθ(ος) -ο- + ζύμη μτφρδ. γερμ. Bierhefe]
- ζυθοποιείο το [ziθopiío] Ο39 : εργοστάσιο παρασκευής ζύθου· ζυθοποιία.
[λόγ. ζύθ(ος) -ο- + -ποιείον]
- ζυθοποιία η [ziθopiía] Ο25α : η τεχνική της παρασκευής ζύθου. || εργοστάσιο, βιομηχανία παρασκευής ζύθου.
[λόγ. ζύθ(ος) -ο- + -ποιία]
- ζυθοπωλείο το [ziθopolío] Ο39 : κατάστημα όπου σερβίρεται μπίρα· μπιραρία.
[λόγ. ζύθ(ος) -ο- + -πωλείον]
- ζυθοπώλης ο [ziθopólis] Ο10 : καταστηματάρχης ζυθοπωλείου.
[λόγ. ζύθ(ος) -ο- + -πώλης]



