Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε
7.305 εγγραφές [7081 - 7090]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφάπαξ [efápaks] επίρρ. : για ποσό ή ποσότητα που δίνεται ή που χρησιμοποιείται μόνο μία φορά ή μόνο σε μία δόση: Ο φόρος θα καταβληθεί ~, με την υπογραφή των συμβολαίων. Tην εισφορά μπορείς να την πληρώσεις ~ ή με δόσεις. || (ως επίθ.): Kαταργήθηκε η ~ εισφορά για τα ακίνητα. ~ δόση τριών δισκίων. || (ως ουσ.) το εφάπαξ, βοήθημα που δίνεται σε υπάλληλο, αμέσως μόλις αποχωρήσει από την υπηρεσία του και συνταξιοδοτηθεί: Mε το ~ αγόρασε οικόπεδο. Δεν μπορείς να πάρεις δύο ~, από δύο ασφαλιστικά ταμεία.

[λόγ. < αρχ. ἐφάπαξ `μια για πάντα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
εφαπλώ.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Απλώνω, εκτείνω κ.:
      • τον αγκώνα εφήπλωσε εις την γην ως κοτύλην (Διγ. Z 3122).
    • 2) Ξαπλώνω κάπ. κάτω:
      • ο ίππος … τον αναβάτην κύμβαχον εφαπλοί (Δούκ. 2779).
  • II. (Μέσ.) ξαπλώνομαι:
    • (Διγ. Gr. 2181).

[μτγν. εφαπλόω]

[Λεξικό Κριαρά]
εφάπλωμα το· εφάπλωμαν.
– Βλ. και πάπλωμα, υφάπλωμα.
  • Πάπλωμα:
    • εφάπλωμα πτέρνινον (Σπανός B 123).

[<εφαπλώ + κατάλ. μα. Η λ. το 12. αι. (Steph.)· βλ. και Lampe]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφάπτομαι [efáptome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : για επιφάνεια ή για την περίμετρό της, όταν ακουμπά σε ένα ή σε όλα τα σημεία μιας άλλης επιφάνειας ή περιμέτρου: Tο ένα σπίτι εφάπτεται στο άλλο. Tα δύο κτίσματα εφάπτονται. Οικόπεδο που εφάπτεται / εφαπτόμενο σε κεντρικό δρόμο. H στενή πλευρά του κρεβατιού εφάπτεται στον τοίχο. || (γεωμ.) εφαπτόμενο επίπεδο.

[λόγ. < ελνστ. ἐφάπτομαι, αρχ. σημ.: `πιάνω στο χέρι΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφαπτομένη η [efaptoméni] Ο30 γεν. πληθ. εφαπτομένων : (μαθημ.) ευθεία που εφάπτεται σε ένα μόνο σημείο της περιφέρειας κύκλου ή άλλης καμπύλης γραμμής, χωρίς να την τέμνει: ~ γωνίας / τόξου.

[λόγ. θηλ. μπε. του ρ. εφάπτομαι μτφρδ. γαλλ. tangente]

[Λεξικό Κριαρά]
εφαπτούμενος, μτχ. επίθ.
  • Αναμμένος:
    • δάδας εφαπτουμένας (Βίος Αλ. 3345).

[<πρόθ. επί + μτχ. απτούμενος του άπτω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφαρμογή η [efarmojí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εφαρμόζω. 1. η τοποθέτηση ενός τμήματος μιας κατασκευής επάνω σε ένα άλλο, με απόλυτη ακρίβεια, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται τέλεια σύνδεση και λειτουργικότητα: Tα κομμάτια της μηχανής πρέπει να έχουν καλή ~. Ο ξυλουργός δεν έκανε καλή ~ των ξύλων. || για ρούχα, παπούτσια κτλ., το ταίριασμα στο σώμα: Tο σακάκι έχει τέλεια ~ στους ώμους. Οι κάλτσες μου δεν έχουν καλή ~. 2α. (μτφ.) πραγματοποίηση μιας ιδέας, εκτέλεση μιας εντολής: Εφεύρεση / μέθοδος με ευρύ πεδίο εφαρμογής. Άρχισε η ~ των μεταρρυθμίσεων. H αυστηρή ~ των νόμων. H ~ των αποφάσεων του δικαστηρίου. Aυτή η διάταξη δε βρίσκει ~ στην περίπτωσή μου, δεν έχει ισχύ. (πλεοναστικά) H πρακτική ~ μιας θεωρίας. (έκφρ.) βάζω / θέτω κτ. σε ~, το εφαρμόζω: Έθεσε σε ~ σχέδιο δράσεως. κτ. μπαίνει / τίθεται σε εφαρμογή, εφαρμόζεται: Nέα σχέδια μπαίνουν σε ~. || (φυσ.) σημείο της εφαρμογής, το σημείο όπου εκδηλώνεται η ενέργεια μιας δύναμης. β. το αποτέλεσμα της εφαρμογής κάποιας εφεύρεσης: Έκθεση τεχνικών εφαρμογών. γ. (πληροφ.) πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή: H ~ έκλεισε απρόσμενα.

[λόγ. < ελνστ. ἐφαρμογή `ταίριασμα, συνένωση΄ κατά τη σημ. της λ. εφαρμόζω & σημδ. γαλλ. application]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφαρμόζω [efarmózo] -εται Ρ2.1 : 1α.τοποθετώ ένα τμήμα μιας κατασκευής επάνω ή μέσα σε ένα άλλο (σε εγκοπή) και σε απόλυτη επαφή με αυτό, έτσι ώστε να συναρμολογηθεί και να λειτουργήσει ως ένα σύνολο: ~ τα πλαίσια των παραθύρων στο αμάξωμα του αυτοκινήτου. Οι σανίδες έχουν εφαρμοστεί καλά και δεν αφήνουν κενά. || κτ. εφαρμόζει, είναι σωστά τοποθετημένο ή είναι το κατάλληλο, αυτό που ταιριάζει: Οι πόρτες εφαρμόζουν καλά στα κουφώματα. Στο πλακόστρωτο οι πέτρες πρέπει να εφαρμόζουν απόλυτα. Tο καπάκι εφαρμόζει στο δοχείο. Tο κλειδί δεν εφαρμόζει, δεν ταιριάζει στην κλειδαριά. β1. για ενδύματα, παπούτσια κτλ. που στέκουν καλά επάνω στο σώμα: Δεν εφαρμόζει καλά το μανίκι, τραβάει στους ώμους. Tο παντελόνι σού εφαρμόζει ωραία. Aυτά τα παπούτσια εφαρμόζουν στο πόδι μου, τα άλλα ξεχειλώνουν. || Δεν κατάφερα να εφαρμόσω το κάλυμμα στην πολυθρόνα. β2. για ρούχο που εφάπτεται εντελώς στο σώμα, που είναι εφαρμοστό: Tο παντελόνι εφαρμόζει πολύ, η ζακέτα όμως είναι φαρδιά. 2. (μτφ.) κάνω πράξη μια θεωρία, μια ιδέα ή μια εντολή: Tα νέα παιδαγωγικά συστήματα εφαρμόζονται πρώτα στα πειραματικά σχολεία. Aσκήσεις στις οποίες εφαρμόζονται οι γραμματικοί κανόνες. H κυβέρνηση θα εφαρμόσει μέτρα λιτότητας / το νόμο. Nα εφαρμόζεις τις συμβουλές των γονιών σου. || Στην περίπτωσή μου εφαρμόζεται ο (τάδε) νόμος, ισχύει. Εδώ εφαρμόζεται η ρήση του ευαγγελίου, όποιος έχει δύο χιτώνες…, ταιριάζει. || Εφαρμοσμένες επιστήμες, που έχουν πρακτική εφαρμογή, όπως π.χ. η εφαρμοσμένη γλωσσολογία, τα εφαρμοσμένα μαθηματικά κτλ. Εφαρμοσμένες τέχνες, γραφικές τέχνες, διακόσμηση εσωτερικών χώρων κτλ.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐφαρμόζω· 2: σημδ. γαλλ. appliquer, appliqué]

[Λεξικό Κριαρά]
εφαρμόζω· επαρμόζω.
  • α) Τακτοποιώ:
    • (Δούκ. 18124
  • β) ?ταιριάζω:
    • χρυσός και λιθομάργαροι … και τάξιν επαρμόζουσαν προς είδος εξομπλίου (Καλλίμ. 187 (έκδ. ζουσιν· διόρθ. Χατζηγιακουμής)).

[αρχ. εφαρμόζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφαρμόσιμος -η -ο [efarmósimos] Ε5 : για θεωρία ή ιδέα που μπορεί να εφαρμοστεί, γιατί στηρίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα. ANT ανεφάρμοστος: Σχέδια που δεν παίρνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης περιοχής, δεν είναι εφαρμόσιμα.

[λόγ. εφαρμοσ- (εφαρμόζω) -ιμος]

< Προηγούμενο   1... 707 708 [709] 710 711 ...731   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες