Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Ε
7,305 items total [181 - 190]
[Λεξικό Κριαρά]
εγδυμνιά η,
βλ. γύμνια.
[Λεξικό Κριαρά]
εγδυμνιάδα η,
βλ. γυμνιάδα.
[Λεξικό Κριαρά]
εγδυμνός, επίθ.,
βλ. γυμνός.
[Λεξικό Κριαρά]
εγδύνω,
βλ. εκδύω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγείρω [ejíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. ήγειρα, απαρέμφ. εγείρει, παθ. αόρ. εγέρθηκα, απαρέμφ. εγερθεί : σε λόγιες εκφράσεις: ~ αξιώσεις, προβάλλω αξιώσεις· αξιώνω, διεκδικώ. ~ απαιτήσεις, προβάλλω απαιτήσεις, απαι τώ. || (νομ.) ~ αγωγή, κάνω αγωγή. || (στρατ.) ως παράγγελμα: εγέρθητι / εγέρθητε, σήκω, σηκωθείτε όρθιοι.

[λόγ. < αρχ. ἐγείρω `ξυπνώ κπ., ερεθίζω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
εγείρω· ’γείρω.
– Βλ. και γέρνω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) (Προκ. για νεκρούς) σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω:
        • ήγειρεν τον Αδάμ εκ του Άδου (Φυσιολ. (Legr.) 69).
      • 2) (Με αντικ. τη λ. παράλυτος) κάνω κάπ. να σηκωθεί, να περπατήσει, θεραπεύω:
        • Τους ασθενείς ιάτρευσας, ήγειρας παραλύτους (Διακρούσ., Πένθος 35).
      • 3) Ιδρύω, οικοδομώ, κατασκευάζω:
        • (Διγ. O 1078).
      • 4) Φρ. εγείρω το λόγο προς κάπ. = απευθύνομαι σε κάπ.:
        • (Κορων., Μπούας 117).
    • Β´ (Αμτβ.) σηκώνομαι:
      • εις την Βερόναν έγειρε να πάγει μετά τρόμου (Κορων., Μπούας 105).
  • II. Μέσ.
    • 1) Σηκώνομαι από τη θέση μου:
      • Αμ’ η καλή και ευγενική ηγέρθη από τον δείπνον (Σαχλ. N 93).
    • 2) Μετακινούμαι:
      • (Χειλά, Χρον. 350
      • Ο δε στρατός … απεκείθε ηγέρθη κι εις έναν κάμπον διέβηκε (Κορων., Μπούας 121).

[αρχ. εγείρω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγελιανισμός ο [ejelianizmós] Ο17 : φιλοσοφική θεωρία που διαμορφώθηκε από το Γερμανό φιλόσοφο Xέγκελ.

[λόγ. < γερμ. Hegelianismus (-ismus = -ισμός)]

[Λεξικό Κριαρά]
έγερμα το· έγερμαν.
  • Σήκωμα:
    • πολλοί εκ τα άλογα έπεσαν οπού έγερμαν ουκ είχαν (Πόλ. Τρωάδ. 912).

[<εγείρω + κατάλ. μα. Η λ. τον 5. αι., στο LBG και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γέρμα)]

[Λεξικό Κριαρά]
εγέρνω,
βλ. γέρνω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έγερση η [éjersi] Ο33 : (λόγ.) το να ξυπνά κάποιος και να σηκώνεται από το κρεβάτι, συνήθ. σε προγράμματα ομαδικής ζωής· αφύπνιση, ξύπνημα: Ώρα 7.30 π.μ. ~. || (ειδ. εκκλ.): H ~ του Λαζάρου (ένν. από τη νεκρική κλίνη), η ανάστασή του.

[λόγ. < αρχ. ἔγερ(σις) `ξύπνημα΄ -ση]

< Previous   1... 17 18 [19] 20 21 ...731   Next >
Go to page:Go