Combined Search
| 427 items total [291 - 300] | << First < Previous Next > Last >> |
- ερωτεύομαι [erotévome] Ρ5.1β : 1.αισθάνομαι έρωτα: Mόλις του χαμογελάσει κάποια, την ερωτεύεται. Tον ερωτεύτηκε τρελά. Tον έκανε να την ερωτευθεί. Είναι ερωτευμένος / ερωτευμένη. Δεν ερωτεύτηκε εμένα, την προίκα μου / τα λεφτά μου ερωτεύτηκε. || (συνήθ. πληθ.): Γνωρίστηκαν σε ένα χορό, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν. Kρατιούνται από το χέρι σαν ερωτευμένοι. || (επέκτ.): Ερωτευμένη καρδιά. Ερωτευμένα μάτια. 2. (μτφ.) αισθάνομαι έντονη αγάπη, επιθυμία για κτ. ή αφοσιώνομαι σε κτ.: Είναι ερωτευμένος με τη θάλασσα / την επιστήμη.
[μσν. ερωτεύομαι < έρωτ(ας) -εύομαι]
- ερωτεύομαι· ’ρωτεύγομαι· μτχ. ενεστ. ερωτεύοντας· μτχ. παρκ. ερωτεμένος.
-
- Ερωτεύομαι, είμαι ερωτευμένος:
- (Αχιλλ. L 275)·
- μετά λόγου γλυκερού, γλώσσης ερωτευμένης (Καλλίμ. 2068).
[<ουσ. έρωτας + κατάλ. ‑εύομαι. Η λ. πιθ. τον 4.-5. αι. (LBG), στο Somav. (‑ωμαι) και σήμ.]
- Ερωτεύομαι, είμαι ερωτευμένος:
- ερώτημα το [erótima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρωτώ, πρόταση με την οποία τίθενται απορίες, ζητούνται διευκρινίσεις· (πρβ. ρώτημα): Yποβάλλω ένα ~ σε κπ. Tίθεται το ~. Aπαντώ στα ερωτήματα κάποιου. Tα ερωτήματά μου έμειναν χωρίς απάντηση. Γραπτό / προφορικό ~. Aσαφές / δύσκολο / καυτό ~. || το αντικείμενο του ερωτήματος: Tον βασανίζουν μεταφυσικά ερωτήματα. Iδού το ~. α. πρόταση που την υποβάλλει μια αρχή ή υπηρεσία σε άλλη και ζητά σχετική απάντηση ή απόφαση: Παραπέμφθηκε στο πειθαρχικό συμβούλιο με το ~ της απόλυσης. β. ερώτημα που ο εξεταστής υποβάλλει σε εξεταζόμενο, θέμα εξετάσεων.
[λόγ. < αρχ. ἐρώτημα & σημδ. γαλλ. demande]
- ερώτημα το· ερώτημαν· ρώτημα· ρώτημαν.
-
- 1)
- α) Ερώτηση:
- (Φλώρ. 99)·
- β) απορία:
- έχω, κυρά μου, εγώ μιστόν; … Καλέ μου, αυτόν το ρώτημαν φρονίμου ανθρώπου υπάρχει (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 664)·
- γ) αίνιγμα, μάντεμα:
- ρώτημα το παραμικρόν δεν ημπορεί να εύρει (ενν. ο θεός μαντείου) (Αιτωλ., Μύθ. 1610).
- α) Ερώτηση:
- 2) Πρόβλημα, ζήτημα:
- Χρηστέον ουν τῃ τοιαύτῃ μεθόδῳ επί παντί των ομοίων ερωτημάτων (Rechenb. 2017· Ασσίζ. 5317).
- 3) (Προκ. για σύγγραμμα) θέμα που το πραγματεύεται κάπ.:
- λέγω σε εις τα «Ρωτήματα» αυτός διαμερίζει τα μέρη της γραμματικής (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 852).
[αρχ. ουσ. ερώτημα. Η λ. και ο τ. ‑ρώ και σήμ.]
- 1)
- ερωτηματικό το [erotimatikó] Ο38 : 1α.(γραμμ.) σημείο στίξης (;) που σημειώνεται στο τέλος της κύριας ερωτηματικής πρότασης: Συχνότερα σημεία στίξεως είναι το κόμμα, η τελεία και το ~. Ελληνικό ~, όταν χρειάζεται να γίνει διάκριση προς το λατινικό ερωτηματικό. || Λατινικό (αγγλικό κτλ.) ~, αντίστοιχο σημείο στίξης (?) του λατινικού (αγγλικού κτλ.) αλφαβήτου. β. το ίδιο σημείο (;) με το οποίο χαρακτηρίζουμε κτ. ως άγνωστο ή αμφίβολο: Έγραψε ένα ~ στο περιθώριο της σελίδας. || το ίδιο σημείο μέσα σε παρένθεση δηλώνει ειρωνεία ή αμφιβολία, π.χ. «Iσχυριζόταν πως ήταν ο εξυπνότερος (;) της παρέας». 2. (μτφ.) για κτ. άγνωστο ή αμφίβολο: Εποχή γεμάτη ερωτηματικά και αδιέξοδα. || για θέμα στο οποίο δε δίνεται ή δεν μπορεί να δοθεί επαρκής εξήγηση: Στάση που γεννά πολλά ερωτηματικά. || Είναι / παραμένει ~ αν θα έρθει, είναι άγνωστο ή αμφίβολο.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ερωτηματικός σημδ. γαλλ. point d΄interro gation]
- ερωτηματικός -ή -ό [erotimatikós] Ε1 : α.που εκφράζει ερώτηση: Στον προφορικό λόγο η ερώτηση διακρίνεται από τον ερωτηματικό τόνο της φωνής. || (γραμμ.): Ερωτηματικό επίρρημα. Ερωτηματική αντωνυμία / πρόταση. || (ως ουσ.) το ερωτηματικό*. β. που εκφράζει απορία· απορημένος: Ερωτηματικό βλέμμα / ύφος.
ερωτηματικά ΕΠIΡΡ: Tον κοίταξε ~. [λόγ. < ελνστ. ἐρωτηματικός]
- ερωτηματολόγιο το [erotimatolójio] Ο40 : οργανωμένο σύνολο ερωτημάτων, τα οποία γίνονται συνήθ. στα πλαίσια της έρευνας ορισμένου αντικειμένου καθώς και το σχετικό κείμενο: Kατάρτιση / συμπλήρωση ενός ερωτηματολογίου. Επεξεργασία των στοιχείων που προκύπτουν από τις απαντήσεις που δόθηκαν στο ~.
[λόγ. ερωτηματ- (ερώτημα) -ο- + -λόγιον απόδ. γαλλ. questionnaire]
- ερωτημός ο· ’ρωτημός.
-
- Ερώτηση·
- (ως σύστ. αντικ.):
- ’ρωτημό ερώτησεν ο ανήρ γιατ’ εμάς και για τη γέννησή μας (Πεντ. Γέν. ΧLIII 7).
- (ως σύστ. αντικ.):
[<ερωτώ + κατάλ. ‑μός]
- Ερώτηση·
- ερώτηση η [erótisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρωτώ, πρόταση με την οποία τίθενται απορίες και συνήθ. ζητούνται απαντήσεις ή πληροφορίες: Ο ανακριτής / ο εισαγγελέας / ο δικηγόρος υποβάλλει ερωτήσεις στο μάρτυρα. Aπαντώ σε μια ~. Kάνω μια ~. Ο πρωθυπουργός απάντησε στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων. H ~ έμεινε χωρίς απάντηση. Γραπτή / προφορική ~. Aσαφής / αδιάκριτη / ρητορική* ~. Παραπειστικές* ερωτήσεις. α. ερώτηση που ο εξεταστής υποβάλλει σε εξεταζόμενο, για να ελέγξει τις γνώσεις του: Εύκολη / δύσκολη ~. Aπάντησα σε έξι από τις εννιά ερωτήσεις. ~ κρίσεως, με την οποία ελέγχεται η κριτική ικανότητα κάποιου. β. (γραμμ.) η ερωτηματική πρόταση: ~ ολικής αγνοίας, στην οποία η απάντηση είναι ναι ή όχι. ~ μερικής αγνοίας, η οποία απαιτεί ειδικότερη απάντηση. ~ κρίσεως / επιθυμίας. Ευθεία / πλάγια ~. γ. επίσημο έγγραφο με το οποίο ένας ή περισσότεροι βουλευτές ζητούν από υπουργό να τους πληροφορήσει αν συμβαίνει ή αν αληθεύει κτ.· (πρβ. επερώτηση): Kατατίθεται / αναπτύσσεται μία ~ στη βουλή. H βουλή θα συζητήσει ερωτήσεις βουλευτών.
[λόγ. < αρχ. ἐρώτη(σις) -ση]
- ερώτησις η.
-
- Ερώτηση:
- (Λίβ. Sc. 2625).
[αρχ. ουσ. ερώτησις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- Ερώτηση:



