Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ΕΠΑ
255 items total [31 - 40]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαινετός -ή -ό [epenetós] Ε1 : (σπάν.) αξιέπαινος.

[λόγ. < αρχ. ἐπαινετός]

[Λεξικό Κριαρά]
επαινετώς, επίρρ.
  • Αξιοζήλευτα:
    • επαινετώς και θαυμαστώς χαρείσα εις τον κόσμον (Διγ. Z 4509).

[μτγν. επίρρ. επαινετώς]

[Λεξικό Κριαρά]
επαινιά η.
  • 1) Δόξα, μεγαλείο:
    • Αυτός η επαινιά σου και αυτός ο Θεός σου (Πεντ. Δευτ. Χ 21).
  • 2) Ύμνος δοξα-στικός:
    • έγραψεν ο Μωσέ την επαινιά ετούτην (αυτ. Δευτ. ΧΧΧΙ 22).
  • 3) (Μεταφ.) τα καλύτερα προϊόντα:
    • επάρετε από την επαινιά της ηγής (αυτ. Γέν. ΧLIII 11).

[<επαινώ + κατάλ. ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
έπαινον το,
βλ. έπαινος (II).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έπαινος ο [épenos] Ο19 : α.έκφραση επιδοκιμασίας για κπ. ή για κτ. συνήθ. με στόχο την ηθική του ικανοποίηση. ANT ψόγος: Kερδίζω / αποσπώ / ακούω επαίνους. Tου αξίζει κάθε ~ για την καλή του πράξη. Yπερβολικός ~. Είναι κάποιος δύσκολος / εύκολος στους επαίνους, δύσκολα / εύκολα επαινεί. Mετά πολλών επαίνων, με πολλούς επαίνους, κυρίως ειρωνικά σε περίπτωση αποτυχίας. β. επίσημο έγγραφο με το οποίο επιβραβεύεται μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, επίδοση κτλ.· (πρβ. βραβείο, αριστείο): Aπονομή επαίνων στους μαθητές που αρίστευσαν κατά το προηγούμενο σχολικό έτος.

[λόγ. < αρχ. ἔπαινος]

[Λεξικό Κριαρά]
έπαινος (I) ο.
  • 1)
    • α) Έπαινος:
      • (Διγ. Άνδρ. 40431
    • β) φρ. αφήνω έπαινον, βλ. αφήνω Φρ. 4.
  • 2) (Προκ. για το Θεό) δόξα:
    • δύναμή μου και έπαινός μου ο Κύριος (Πεντ. Έξ. ΧV 2).
  • 3) (Ως προσφών.) μακάριος:
    • έπαινός σου Ισραέλ (Πεντ. Δευτ. ΧΧΧΙΙΙ 29).

[αρχ. ουσ. έπαινος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
έπαινος (II) το· έπαινον (μόνον ονομ. και αιτιατ.).
  • 1)
    • α) Έπαινος:
      • κάλλιον έχουν (ενν. οι στρατιώται) την τιμήν, το έπαινος του κόσμου (Χρον. Μορ. H 8956
    • β) επαινετικός λόγος, εγκώμιο:
      • τι άλλον πολυτίμητον έπαινος να σε γράψω; (Θρ. Κων/π. διάλ. 2).
  • 2)
    • α) (Προκ. για το Χριστό ή αγίους) δόξα:
      • (Αχέλ. 27
      • Μιχαήλ αρχιστράτηγε, των εξαπτερύγων το έπαινος (Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 240
    • β) μεγαλείο:
      • μ’ έπαινος σ’ όλη τη γη γυρίζει (ενν. ο ήλιος) (Ερωφ. Δ´ 360).
  • 3) Φήμη:
    • ένι εξάκουστον το έπαινος οπού έχεις (Χρον. Μορ. H 5818).
  • 4) Έκφρ. εις το έπαινός μου = είμαι ευτυχής:
    • (Πεντ. Γέν. ΧΧΧ 13).

[<ουσ. έπαινος ο. Η λ. τον 9. αι. (LBG)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαινώ [epenó] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. επαινέθηκα, απαρέμφ. επαινεθεί : εκφράζω επιδοκιμασία για κπ. ή για κτ. συνήθ. με στόχο την ηθική του ικανοποίηση. ANT ψέγω: ~ κπ. για την τιμιότητά του. Επαινεί την εργατικότητα των υπαλλήλων του αλλά δεν την επιβραβεύει. Οι καλές πράξεις επαινούνται από όλους, δυστυχώς όμως δε βρίσκουν μιμητές.

[λόγ. < αρχ. ἐπαινῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
επαίνω,
βλ. μπαίνω.
[Λεξικό Κριαρά]
επαινώ· παινώ.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Επαινώ κάπ. ή κ.:
        • ήκουσά του από καρδιάς πολλά να σε παινέσει (Ερωτόκρ. Γ´ 696
      • β) επιδοκιμάζω κ., το θεωρώ σωστό:
        • παινώ να πάμεν στους θεούς για να προσευχηθούμεν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [29]).
    • 2) (Με αντικ. το Θεό) υμνώ, δοξάζω:
      • παινέσετε τον Κύριο (Πεντ. Έξ. ΧV 21).
    • 3) Μακαρίζω:
      • παινέσετε, έθνη, τον λαό του (Πεντ. Δευτ. ΧΧΧΙΙ 43).
  • II. (Μέσ.) καμαρώνω, καυχιέμαι:
    • είπε την: «Σώπαινε, λωλή, εύκαιρα μην παινάσαι» (Αιτωλ., Μύθ. 1205).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Ξακουστός, φημισμένος:
      • να δείξουν τα καμώματα όλοι τα παινεμένα (Ερωτόκρ. Β´ 104).
    • 2) Επαινετικός:
      • λέγει επαινεμένους λόγους (Σπανός B 70).

[αρχ. επαινέω. Η λ. και ο τ. και σήμ.]

< Previous   1 2 3 [4] 5 6 ...26   Next >
Go to page:Go