Combined Search
| 250 items total [201 - 210] | << First < Previous Next > Last >> |
- εμπροσθά, επίρρ.,
- βλ. εμπροστά.
- εμπροσθέλα η,
- βλ. εμπροστέλα.
- εμπροσθελίνα η,
- βλ. εμπροστελίνα.
- έμπροσθεν [émbrosθen] επίρρ. τοπ. : (λόγ., σε σύνταξη με γενική) μπροστά από: Έμπροσθέν μου, μπροστά μου. ~ της εισόδου, μπροστά από την είσοδο.
[λόγ. < αρχ. ἔμπροσθεν]
- έμπροσθεν, επίρρ.· έμπροσθε· έμπροστε· έμπροστεν· ’μπροσθέν· όμπροστε.
-
- 1) (Τοπ.) μπροστά:
- έμπροστεν του ενού και του άλλου (Ασσίζ. 30322‑3).
- 2) (Χρον.) μετά, στο εξής:
- από του νυν και έμπροστεν (Χρον. Μορ. H 696).
[αρχ. επίρρ. έμπροσθεν]
- 1) (Τοπ.) μπροστά:
- εμπροσθινά, επίρρ.
-
- Προς τα εμπρός:
- η Γαρίδα τότες επερβάτουνε εμπροσθινά, σαν κάνουν και τα άλλα ζα (Μπερτόλδος 45).
[<επίθ. εμπροσθινός]
- Προς τα εμπρός:
- εμπροσθινός, επίθ.· εμπροστινός· μπροστινός· ομπροσθινός· ομπροστινός.
-
- 1)
- α) Μπροστινός:
- στο μπροστινόν ποδάριν (Παρασπ., Βάρν. C 410)·
- β) (προκ. για στρατιώτη) που βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή:
- Δεν ήμουν πάντα μπροστινός οπὄκαμνα τη μάχη; (Αλεξ. 1755).
- α) Μπροστινός:
- 2) Προηγούμενος:
- ο Λίβιστρος, ο μπροστινός της άνδρας (Λίβ. N 2648).
[<επίρρ. έμπροσθεν + κατάλ. ‑ινός. Ο τ. εμπροστινός και σήμ. ποντ. Ο τ. μπροστινός και σήμ. Η λ. και ο τ. ομπροστινός στο Βλάχ.]
- 1)
- εμπρόσθιος -α -ο [embrósθios] Ε6 : (λόγ.) που βρίσκεται στο μπροστινό μέρος, μπροστινός. ANT οπίσθιος: Εμπρόσθιο τμήμα. Εμπρόσθιοι τροχοί οχήματος.
[λόγ. < αρχ. ἐμπρόσθιος]
- εμπροσθο- [embrosθo] : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις. ANT οπισθο-· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό βρίσκεται, υπάρχει, συμβαίνει μπροστά, συνήθ. σε αντιδιαστολή με κτ. ανάλογο που βρίσκεται, υπάρχει, συμβαίνει πίσω: ~κάλυμμα, ~φυλακή. || ~γεμής.
[λόγ. < αρχ. ἐμπροσθο- θ. του επιρρ. ἔμπροσθ(εν) -ο- `μπροστά΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἐμπροσθό-κεντρος `που έχει μπροστά το κεντρί΄ & μτφρδ.: εμπροσθο-γεμής < γερμ. Vorderlader]
- εμπροσθογεμής -ής -ές [embrosθοjemís] Ε10 : για πυροβόλο όπλο παλαιού τύπου, το οποίο το γέμιζαν από εμπρός, από το στόμιό του. ANT οπισθογεμής.
[λόγ. εμπροσθο- + αρχ. γέμ(ω) `είμαι γεμάτος΄ -ής μτφρδ. γερμ. Vorderlader]



