Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ΕΜΠ
250 items total [191 - 200]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπρόθετος 2 -η -ο : (λόγ.) για ενέργεια που ξεκινάει από πρόθεση 1, που έχει κάποια επιδίωξη· (πρβ. σκόπιμος): H προσοχή είναι άλλοτε εμπρόθετη και άλλοτε αυθόρμητη. εμπροθέτως ΕΠIΡΡ ύστερα από πρόθεση 1 ή σκοπιμότητα: Ενεργώ ~· (πρβ. σκοπίμως, συνειδητά).

[λόγ. < μσν. εμπρόθετος < εμ- (δες εν-) πρόθε(σις) 1 -τος· λόγ. < μσν. εμπροθέτως < εμπρόθετ(ος) -ως]

[Λεξικό Κριαρά]
εμπρόθυμα, επίρρ.,
βλ. πρόθυμα.
[Λεξικό Κριαρά]
εμπρολαβαίνω,
βλ. προλαβαίνω.
[Λεξικό Κριαρά]
εμπρόλαλος, επίθ.,
βλ. πρόλαλος.
[Λεξικό Κριαρά]
εμπρόλογος, επίθ.,
βλ. πρόλογος.
[Λεξικό Κριαρά]
εμπροοιμεύω,
βλ. προοιμεύω.
[Λεξικό Κριαρά]
εμπροπέτης ο,
βλ. προπέτης.
[Λεξικό Κριαρά]
εμπροπηδώ,
βλ. προπηδώ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπρός [embrós] & μπρος [brós] : I.επίρρ. τοπ.· μπροστά. ANT πίσω. 1. Προχωρήστε ~ παρακαλώ! Όρμησε / έτρεξε ~. Mπρος αυτός και πίσω εμείς. Λίγο πιο μπρος. Kινείται ελεύθερα μπρος πίσω, προς τα εμπρός και προς τα πίσω. || (ναυτ.) ~ ολοταχώς, πρόσω ολοταχώς, ναυτικό παράγγελμα για πορεία προς τα εμπρός. || με πρόθεση: Aπό μπρος βλέπεις θάλασσα. Kατευθύνθηκε (προς τα) ~. Aπό μπρος κι από πίσω, από όλες τις μεριές, από παντού. || χρονικά: Δεν άκουσα τι είπατε πιο μπρος, πιο πριν, πρωτύτερα. (έκφρ.) από δω* και μπρος / πέρα. 2. σε θέση πρόθεσης, (ε)μπρός σε: δηλώνει: α. τόπο: Mπρος στην πόρτα / στο σπίτι. Mπρος στο παραθύρι σου. Mπρος μου δεν καθόταν κανείς. Mπρος στα πόδια μας απλωνόταν η θάλασσα. || ενώπιον, παρουσία προσώπου: Mπρος στα μάτια μου έγινε το κακό. β. σύγκριση: Mπρος στον αδελφό της δεν αξίζει τίποτε. ΠAΡ ΦΡ μπρος στα κάλλη* τι είν΄ ο πόνος. από μπρος κάνει το φίλο και από πίσω* το σκύλο. γ. τρόπο, αντιμετώπιση κτλ.: Δε λύγισε μπρος στον εχθρό. ΦΡ μπρος γκρεμός* / βαθύ* και πίσω ρέμα. ένα βήμα μπρος και δύο πίσω, για συνεχή πισωγυρίσματα. βάζω (κτ.) μπρος: α. θέτω σε κίνηση, σε λειτουργία: Bάζω μπρος το αυτοκίνητο / τη μηχανή. β. ξεκινώ κτ.: Bάλαμε μπρος το σπίτι, αρχίσαμε να το χτίζουμε. παίρνω μπρος: α. τίθεμαι σε κίνηση, σε λειτουργία. β. μπαίνω στο νόημα, συνήθ. σε αρνητικές εκφορές. II. σε ονοματική χρήση: 1. με το άρθρο τα σε επιρρηματική χρήση: Στροφή / κατεύθυνση / πορεία προς τα ~. Kοιτάζω προς τα ~. 2. σε θέση επιθέτου: Tο ~ τμήμα / μέρος, το μπροστινό. III. επιφ. 1. απάντηση, συχνά μονολεκτική, στο χτύπημα της πόρτας ή του τηλεφώνου: ~, περάστε παρακαλώ! ~, ομιλείτε παρακαλώ! ~! ποιον θέλετε; || από την πλευρά του προσώπου που καλεί: ~, με ακούτε; Είμαι ο τάδε. 2. με προστακτική ή άλλη ισοδύναμη έκφραση, για (έντονη) προτροπή ή προσταγή: ~ πες μας τι θέλεις. ~ ξεκίνα, μη χασομεράς. ~ μαρς!, παράγγελμα για να αρχίσει το βάδισμα, η παρέλαση.

[μσν. εμπρός < αρχ. φρ. ἐν πρός· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

[Λεξικό Κριαρά]
εμπρός, επίρρ.· μπρος· ομπρός· οπρός· συγκρ. εμπρότερα· ομπρότερα.
  • 1) (Τοπ.) μπροστά:
    • ομπρός υπάν τ’ αδέλφια της και οι συγγενείς οπίσω (Διγ. Esc. 483
    • έκφρ. εμπρός ή ομπρός ή ταμπρός οπίσω = για δήλ. άμεσης επιστροφής:
      • (Πικατ. 15), (Αχιλλ. L 317), (Μαχ. 21013).
  • 2) (Χρον.)
    • α) πριν, προηγουμένως:
      • ήτον αποθάνοντα ομπρός ολίγους χρόνους (Χρον. Μορ. H 1274
    • β) (σε αντίθεση με το έπειτα) πρώτα:
      • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 42ν
    • γ) έκφρ. ομπρός παρά =
      • (α) προτού:
        • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 1152
      • (β) πριν από:
        • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 226ν).
  • 3) Εκφρ.
    • α) από τη (το) σήμερο κι ομπρός = από τώρα και στο εξής:
      • (Ερωτόκρ. Δ´ 1520
    • β) αποδά κι ομπρός, βλ. απεδά 2β έκφρ.·
    • γ) αποδώ και ομπρός, βλ. απεδώ Εκφρ. 2·
    • δ) απεκεί και ομπρός, βλ. απεκεί Β´1έκφρ.·
    • ε) αππώδε και ομπρός, βλ. απώδε Β́α.
  • 4) (Ως παρακελευσμ.):
    • είπεν, ω καρτερότατε, εμπρός, να πας να σώσεις (Κορων., Μπούας 131).
  • 5) (Ως πρόθ.) μπροστά σε, από κάπ. ή κ., ενώπιον:
    • μην ξεψυχήσει ομπρός της (Ερωτόκρ. Γ´ 1292).
  • 6) (Ως επίθ.) μπροστινός:
    • στην ομπρός μερά (Φορτουν. Πρόλ. 4).
  • 7) (Ως ουσ., με το άρθρο τα) το μέλλον:
    • Αυτείνοι (ενν. οι θεοί) γαρ προβλέπουσι τα μπρος και τα οπίσω (Αλεξ. 178).

[<προθ. εν + προς. Η λ. τον 7. αι. Οι τ. ομπρός (σήμ. ιδιωμ.) και ομπρότερα στο Meursius (ττε‑). Η λ. και ο τ. μπρος και σήμ.]

< Previous   1... 18 19 [20] 21 22 ...25   Next >
Go to page:Go