Combined Search
| 250 items total [181 - 190] | << First < Previous Next > Last >> |
- έμπρεπος, επίθ.
-
- (Προκ. για ενέργεια) ονομαστός:
- να ποίσουν πράγμαν έμπρεπον, να έν διά τιμήν τους (Χρον. Μορ. P 8922).
[<αρχ. επίθ. εμπρεπής. Η λ. στον Ησύχ. (Steph.)]
- (Προκ. για ενέργεια) ονομαστός:
- εμπρήζω.
-
- Πυρπολώ, καίω:
- προστάξας πυρ βαλείν εν τοις οίκοις ευθύς ενέπρηζε την πόλιν (Ψευδο-Σφρ. 16411).
[<αόρ. ενέπρησα του αρχ. εμπίμπρημι. Η λ. σε Γλωσσάρ.· βλ. και LBG]
- Πυρπολώ, καίω:
- εμπρησμός ο [embrizmós] Ο17 : πρόκληση πυρκαγιάς και καταστροφή πράγματος, κυρίως από δόλια προαίρεση· πυρπόληση: Δράστης εμπρησμού, εμπρηστής. Aπόπειρα εμπρησμού. ~ δάσους / οικοδομήματος.
[λόγ. < ελνστ. ἐμπρησμός]
- εμπρησμός ο· εμπρασμός.
-
- Πυρκαγιά:
- (Έκθ. χρον. 6415).
[μτγν. ουσ. εμπρησμός. Η λ. και σήμ.]
- Πυρκαγιά:
- εμπρηστής ο [embristís] Ο7 θηλ. εμπρήστρια [embrístria] Ο27 : δράστης εμπρησμού· (πρβ. πυρπολητής).
[λόγ. < ελνστ. ἐμπρηστής· λόγ. εμπρη σ(τής) -τρια]
- εμπρηστικός -ή -ό [embristikós] Ε1 : 1.κατάλληλος για πρόκληση εμπρησμού: Εμπρηστικές ύλες. Εμπρηστικό μείγμα / βλήμα. Εμπρηστική βόμβα, βόμβα ναπάλμ. 2. (μτφ.) που εξάπτει κοινωνικά πάθη, προκαλεί τη βίαιη εκδήλωση κοινωνικών παθών: Εμπρηστική επιστολή / αρθρογραφία. Εμπρηστικά συνθήματα. Εμπρηστικοί λόγοι. Εμπρηστικό περιεχόμενο μιας προκήρυξης.
[λόγ. εμπρηστ(ής) -ικός]
- εμπριμέ [embrimé] Ε (άκλ.) : για ύφασμα, ένδυμα κτλ., επάνω στο οποίο έχουν αποτυπωθεί πολύχρωμα σχέδια και παραστάσεις, συνήθ. λουλουδιών: Yφάσματα ~. ~ φουστάνι. Σεντόνι ~. || (ως ουσ.): Tης πάνε / της αρέσουν πολύ τα ~.
[λόγ. < γαλλ. imprimé `τυπωμένο, εμπριμέ΄]
- εμπροδένω,
- βλ. μπερδένω.
- εμπρόθεσμος -η -ο [embróθezmos] Ε5 : για ενέργεια που γίνεται ή έχει γίνει μέσα σε προκαθορισμένη προθεσμία. ANT εκπρόθεσμος: Εμπρόθεσμη υποβολή αίτησης / κατάθεση δικαιολογητικών. || (προφ.) για πρόσωπο που ενεργεί πριν τη λήξη προθεσμίας: Είσαι ~. Δεν πήραν την αίτησή μου, γιατί δεν ήμουν ~. || (ως ουσ.): Θα γίνουν δεκτά μόνο τα δικαιολογητικά των εμπροθέσμων.
εμπρόθεσμα & (λόγ.) εμπροθέσμως ΕΠIΡΡ μέσα στα όρια προθεσμίας. ANT εκπρόθεσμα, εκπροθέσμως: Kατέθεσα ~ όλα τα δικαιολογητικά. [λόγ. < ελνστ. ἐμπρόθεσμος· λόγ. < ελνστ. ἐμπροθέσμως]
- εμπρόθετος 1 -η -ο [embróθetos] Ε5 : (γραμμ.) που εκφέρεται με πρόθεση 2: ~ προσδιορισμός. Εμπρόθετη εκφορά ενός συντακτικού όρου. Εμπρόθετη γενική.
εμπρόθετα & (λόγ.) εμπροθέτως ΕΠIΡΡ με πρόθεση 2: Ο δεύτερος όρος της σύγκρισης εκφέρεται ~. [λόγ. εμ- (δες εν-) πρόθε(σις) 2 -τος (διαφ. το μσν. εμπρόθετος δες εμπρόθετος 2)· λόγ. εμπρόθετ(ος) -ως]



