Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Δίθυρα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διθυραμβικός -ή -ό [δiθiramvikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το διθύραμβο1: Διθυραμβική ποίηση, είδος λυρικής ποίησης. Διθυραμβικοί αγώνες, όπου βραβεύονταν οι καλύτεροι διθύραμβοι. 2. που εκφράζει τον έπαινο με πάρα πολύ ενθουσιώδη τρόπο: Όλες οι κριτικές ήταν διθυραμβικές, εγκωμιαστικές·. Aκούστηκαν διθυραμβικοί ύμνοι για τις αρετές του. || (για πρόσ.): Ήταν ~ στα σχόλια / στην κριτική που έκανε για τον καλλιτέχνη. διθυραμβικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. διθυραμβικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διθύραμβος ο [δiθíramvos] Ο19 : 1. αυτοσχέδιο, ενθουσιαστικό χορικό άσμα προς τιμήν του Διονύσου, που το τραγουδούσαν και το χόρευαν οι οπαδοί του, σε κατάσταση ψυχικής έξαρσης που έφτανε ως την έκσταση: Aπό το διθύραμβο γεννήθηκε το αρχαίο δράμα. || είδος της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης. 2. πολύ ενθουσιώδης ή και στομφώδης έπαινος· εγκώμιο·: Tου έψαλαν διθυράμβους. Οι κριτικοί έγραψαν διθυράμβους για την παράσταση.

[λόγ. < αρχ. διθύραμβος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go