Παράλληλη αναζήτηση
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γιαπάς, επίρρ.· διαπάς.
-
- 1) Πάντως, οπωσδήποτε, εξολοκλήρου, εντελώς:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 517).
- 2) Ιδίως, προπάντων:
- (αυτ. 356).
[<πρόθ. για + άκλ. αντων. πάσα (= κάθε)]
- 1) Πάντως, οπωσδήποτε, εξολοκλήρου, εντελώς:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιάπης ο [jápis] Ο11 θηλ. γιάπισσα [jápisa] Ο27α : νέος στην ηλικία επαγγελματίας, συνήθ. στέλεχος επιχείρησης, που στοχεύει στην επαγγελματική άνοδο και στο γρήγορο πλουτισμό και που έχει την τάση να επιδεικνύει την κοινωνική του θέση με το ντύσιμό του, τη συμπεριφορά του κτλ.
[αγγλ. yuppie -ς· γιάπ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιαπί το [japí] Ο43 : οικοδομή που βρίσκεται στο στάδιο του σκελετού και με επέκταση στην οποία δεν έχουν τελειώσει οι εργασίες ανέγερσης ή επισκευής: Έμεινε ~. Δεν μπορούμε να μετακομίσουμε· το σπίτι είναι ακόμα ~. Mετά το σεισμό το κέντρο της πόλης έμοιαζε με τεράστιο ~.
[τουρκ. yapι `κτίριο΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιάπικος -η -ο [jápikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο γιάπη: Γιάπικο φέρσιμο / ντύσιμο.
γιάπικα ΕΠIΡΡ. [γιάπ(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιαπράκι το [japráki] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : ντολμαδάκια με κιμά και αυγολέμονο.
[τουρκ. yaprak `αμπελόφυλλο΄ -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιαπωνέζικος -η -ο [japonézikos] Ε5 : που ταιριάζει στην Iαπωνία ή στους Iάπωνες, που τους χαρακτηρίζει ή που προέρχεται από αυτούς· (πρβ. ιαπωνικός): Γιαπωνέζικο βάζο. Γιαπωνέζικη βεντάλια. || (ως ουσ.) τα γιαπωνέζικα, η ιαπωνική γλώσσα.
γιαπωνέζικα ΕΠIΡΡ: Kείμενο γραμμένο ~. [Γιαπωνέζ(ος) -ικος < λόγ. εθν. Ιαπων(ία) -έζος, [ia > ja] σύγκρ. γιατρός]



