Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Β
2,227 items total [2141 - 2150]
[Λεξικό Κριαρά]
βρυχισμός ο· βρουχισμός.
  • 1) Θρήνος, οδυρμός:
    • έδε κλαημούς και δάκρυα και βρουχισμός μεγάλος (Θρ. Κων/π. διάλ. 117).
  • 2)
    • α) Βρυχηθμός, μούγκρισμα:
      • αλόγων βρουχισμός (Κορων., Μπούας 10
    • β) (μεταφ.) βουητό:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3555).

[<αόρ. του βρυχίζω + κατάλ. μός. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. το 12. αι. (LBG, ησμός)]

[Λεξικό Κριαρά]
βρυχιστός, επίθ.
  • Θρηνητικός:
    • (Διήγ. Βελ. χ 376).

[<αόρ. του βρυχίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
βρύχος το· βρούχος.
  • Βρυχηθμός, βοή:
    • μέγα βρούχος έκαμεν, ως λέοντας εμουγκάτο (Πικατ. 539).

[<βρυχώμαι. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βρυχούμαι,
βλ. βρυχώμαι.
[Λεξικό Κριαρά]
βρυχώ.
  • Θρηνώ:
    • Εβγάζουν κλάηματα πικρώς, βρυχούν, μοιρολογούσιν (Ιμπ. 518 κριτ. υπ).

[ενεργ. του βρυχώμαι. Τ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. βρυχειέμαι). Η λ. το 12. αι. (LBG)]

[Λεξικό Κριαρά]
βρυχώμαι· βρουχιέμαι· βρουχούμαι· βρουχώμαι· βρυκώμαι· βρυχούμαι.
  • 1)
    • α) Βρυχιέμαι, μουγκρίζω:
      • (Αλεξ. 2919
    • β) (προκ. για άψυχα):
      • Αρχίζουσιν στον πόλεμον, αρμάδα εβρυκάτον (Θρ. Κύπρ. 641).
  • 2) Βουΐζω υποχθόνια:
    • η γη χαμαί ’βρυκάτον (Θρ. Κύπρ. 765).
  • 3) Κλαίω γοερά, θρηνώ:
    • (Ιμπ. 195
    • βρυχάται από ψυχής, κλαίει από καρδίας (Ιμπ. 840).

[αρχ. βρυχάομαι. Οι τ. βρουχιέμαι, βρουχούμαι, βρυχούμαι και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βρυωνία η.
  • Το φυτό βρυωνία, όμοιο με κλήμα ή περιπλοκάδα:
    • (Ιερακοσ. 39617).

[μτγν. ουσ. βρυωνία. Τ. βρουνιά, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. αβρωνιά, Andr.)]

[Λεξικό Κριαρά]
βρώμα το.
– Βλ. και βρώμος.
  • 1) Τροφή:
    • (Καλλίμ. 357
    • με βρώματα πνευματικά (Μορεζίν., Λόγ. 466).
  • 2) (Προκ. για τροφή αρπακτικού ζώου ή πτηνού)
    • α) θήραμα:
      • (Ερωτόκρ. Δ´ 1026
    • β) ψοφίμι:
      • ως γύπες εις το βρώμα (Γεωργηλ., Βελ. Λ 278).
  • 3) Δόλωμα:
    • (Ερωτόκρ. Δ´ 25).
  • 4) (Προκ. για τον άνθρωπο μετά θάνατον) σήψη, αποσύνθεση:
    • (Συναξ. γυν. 57).

[αρχ. ουσ. βρώμα. Πβ. και βρό‑. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βρώμος ο.
  • Ψοφίμι:
    • έναν βρώμον γδαρμένον, γεμάτον μύγες … οπού … τον εκατάφαγαν όλον (Μπερτόλδος 12).

[<ουσ. βρώμα το με αλλαγή γένους. Πβ. και βρόμος (ΙΙ). Η λ. στο Somav. (λ. ψοφίμι· γρ. βρό‑)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρώση η [vrósi] Ο31 : (λόγ.) τροφή.

[λόγ. < αρχ. βρῶ(σις) -ση]

< Previous   1... 213 214 [215] 216 217 ...223   Next >
Go to page:Go