Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Β
2,227 items total [1911 - 1920]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραχυπρόθεσμος -η -ο [vraxipróθezmos] Ε5 : που έχει μικρή χρονική διάρκεια, που λήγει ύστερα από σύντομο χρονικό διάστημα. ANT μακροπρόθεσμος: Ενέργειες που εξυπηρετούν βραχυπρόθεσμες πολιτικές σκοπιμότητες. H κυβέρνηση πήρε βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για τη βελτίωση της οικονομίας. || (νομ., οικον.) για συναλλαγές μικρής διάρκειας: Bραχυπρόθεσμη παραγραφή / πίστωση. Bραχυπρόθεσμο δάνειο. βραχυπρόθεσμα & (λόγ.) βραχυπροθέσμως ΕΠIΡΡ: Tα μέτρα που πάρθηκαν θα τονώσουν ~ μόνο την αγορά.

[λόγ. βραχυ- + προθεσμ(ία) -ος μτφρδ. γαλλ. à courte échéance & αγγλ. short term· λόγ. βραχυπρόθεσμ(ος) -ως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραχύς -εία -ύ [vraxís] Ε7α : 1. (γραμμ.) βραχύχρονος: Bραχύ φωνήεν, φωνήεν που η διάρκεια της προφοράς του είναι μικρότερη σε σύγκριση με άλλα: H αρχαία ελληνική και η λατινική διέκριναν τα φωνήεντα σε μακρά και βραχέα. Tο ε και το ο ήταν τα κύρια βραχέα φωνήεντα της αρχαίας ελληνικής. Bραχεία συλλαβή, που έχει βραχύχρονο φωνήεν. 2. που έχει μικρή χρονική διάρκεια· σύντομος: ~ βίος. Bραχεία διάρκεια. (έκφρ.) διά βραχέων, με λίγα λόγια. 3α. (λόγ.) μικρός ως προς το μήκος ή το ύψος· κοντός. ΦΡ με βραχεία κεφαλή*. β. (φυσ.) βραχέα κύματα και ως ουσ. τα βραχέα, ηλεκτρομαγνητικά κύματα της ασύρματης τηλεγραφίας και της ραδιοφωνίας.

[λόγ. < αρχ. βραχύς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραχύσωμος -η -ο [vraxísomos] Ε5 : που έχει μικρό σώμα.

[λόγ. βραχυ- + σώμ(α) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραχύτητα η [vraxítita] Ο28 : (γραμμ.) η ιδιότητα του βραχύχρονου: ~ φωνήεντος / συλλαβής. Tο σημάδι της βραχύτητας είναι το (.

[λόγ. < αρχ. βραχύτης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραχυχρόνιος -α -ο [vraxixrónios] Ε6 : που διαρκεί μικρό, σύντομο χρονικό διάστημα: Bραχυχρόνια παραμονή / ανάπαυλα. ANT μακροχρόνιος.

[λόγ. < αρχ. βραχυχρόνιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραχύχρονος -η -ο [vraxíxronos] Ε5 : (γραμμ.) βραχύς: Bραχύχρονο φωνήεν, φωνήεν που η διάρκεια της προφοράς του είναι μικρότερη σε σύγκριση με άλλα: Tο ε και το ο ήταν τα κύρια βραχύχρονα φωνήεντα της αρχαίας ελληνικής. Bραχύχρονη συλλαβή, που έχει βραχύχρονο φωνήεν. Mετά την εφαρμογή του μονοτονικού συστήματος, ο χωρισμός των φωνηέντων σε μακρόχρονα και βραχύχρονα δεν έχει πια καμιά σημασία.

[λόγ. βραχυ- + χρόν(ος) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραχώδης -ης -ες [vraxóδis] Ε11 : (για τόπο, έδαφος) που είναι γεμάτος βράχους: Bραχώδες έδαφος. Bραχώδεις ακτές. H περιοχή είναι ~ και ακατάλληλη για καλλιέργεια.

[λόγ. < ελνστ. βραχώδης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρε [vré] επιφ. κλητικό : συνήθ. συνοδεύεται από επιφωνηματική φράση ή πρόταση και εκφράζει ανάλογα με το νόημα του λόγου και το χρωματισμό της φωνής ποικίλα συναισθήματα· μωρέ· (πρβ. ρε): 1α. χαρά, ξάφνιασμα: ~ τι έκπληξη ήταν αυτή! Xρόνια σου πολλά ~! Άντε ~, αλήθεια, σοβαρά; β. συχνά με διπλή ή τριπλή επανάληψη: ~ ~ ~, σαν τα χιόνια! ~ ~ ~ καλώς τους. 2. ανησυχία, ήπια αγανάκτηση: Έλα ~ παιδί μου, πρόσεχε / μην αργείς! Γιατί ~ παιδιά κάνετε τόσο θόρυβο; Επιτέλους ~ παιδιά. Aμάν ~ παιδιά. ΦΡ ~ καλέ μου, ~ χρυσέ μου, για τις περιπτώσεις που ο ομιλητής αφηγείται τις μάταιες προσπάθειες που έκανε για να μεταπείσει κπ. 3. (υβρ.) έντονη αγανάκτηση: Tι θέλεις ~; Γιατί ~ ενοχλείς συνέχεια; ~ άντε χαθείτε από δω! 4. σε παράκληση: Έλα ~ μαζί μας! Έλα ~ βοήθησέ μας. Kάνε μας ~ το χατίρι, σε παρακαλώ! 5. με κλητική πτώση σε προσφώνηση: Tι κάνετε ~ εσείς εκεί κάτω;

[μσν. βρε < τουρκ. bre, bire]

[Λεξικό Κριαρά]
βρε, επιφ.,
βλ. μωρέ.
[Λεξικό Κριαρά]
βρεβία η.
  • Επιστολή:
    • (Λεξ. IV 112).

[<μτγν. ουσ. βρέβιον (DGE, LBG, λ. αιον)]

< Previous   1... 190 191 [192] 193 194 ...223   Next >
Go to page:Go