Combined Search
| 201 items total [161 - 170] | << First < Previous Next > Last >> |
- βερεσέ το [veresé] Ο (άκλ.) & βερεσές ο [veresés] Ο13 πληθ. και βερεσέδια : η αγορά ή η πώληση με πίστωση: Ο μπακάλης μάς έκοψε το ~. ΦΡ ο βερεσές πέθανε, δε χορηγείται πίστωση (επιγραφή σε λαϊκά καταστήματα). || (πληθ.) τα βερεσέδια, χρήματα που πρέπει κάποιος να καταβάλει ή να εισπράξει από αγοραπωλησίες με πίστωση: Mε τάραξε στα βερεσέδια ο νοικάρης μου.
[ουσιαστικοπ. επίρρ. βερεσέ· βερεσ(έ) -ές]
- βερεσές ο.
-
- Χρέος του αγοραστή που οφείλεται σε πίστωση του εμπόρου·
- φρ. παίρνω βερεσέ (όπου η λ. στην αιτιατ. σε επιρρ. χρ.) = αγοράζω «επί πιστώσει»:
- (Συναδ. φ. 170v).
- φρ. παίρνω βερεσέ (όπου η λ. στην αιτιατ. σε επιρρ. χρ.) = αγοράζω «επί πιστώσει»:
[<τουρκ. veresiye. Η λ. και σήμ.]
- Χρέος του αγοραστή που οφείλεται σε πίστωση του εμπόρου·
- βερετουνία η.
-
- Κτύπημα με βερετούνι:
- ελαβώσαν τον μίαν βερετουνίαν εις το πρόσωπον (Μαχ. 48212).
[<ουσ. βερετούνιν + κατάλ. ‑ία]
- Κτύπημα με βερετούνι:
- βερετούνιν το· βελτόνι· βερουτούνιν· βερτόνι· βερτούνιν.
-
- Μεγάλο βέλος που το έριχναν με βαλλιστρίδα και το οποίο, κατά την πορεία του, στριφογύριζε στον αέρα:
- είχεν πολλούς τζακρατόρους και εσύραν βερετουνία (Μαχ. 4841‑2)·
- (σε μεταφ.):
- Πάσα του λόγος σουβλωτόν εις την καρδιά βερτόνι μου ’ριχτεν (Ροδολ. Β´ 169).
[<βεν. vereton - ιταλ. verettone. Ο τ. βελτόνι στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. βερτόνι (<παλαιότ. ιταλ. vertone, DEI, λ. verretta) και σήμ. κρητ.]
- Μεγάλο βέλος που το έριχναν με βαλλιστρίδα και το οποίο, κατά την πορεία του, στριφογύριζε στον αέρα:
- βερζίν το· βαρζί· βερτζί.
-
- 1) Βαφικό ξύλο φυτού των Ανατολικών Ινδιών και συνεκδ. το κόκκινο χρώμα που προέρχεται απ’ αυτό:
- τα χείλη του ’σαν κόκκινα με το βερζίν βαμμένα (Ιμπ. (Legr.) 84).
- 2) (Ως επίθ.) ρόδινος, κόκκινος:
- τα χείλη τση ήσανε βερτζί (Ερωτόκρ. Β´ 611).
[<βεν. verzin (Καραποτόσογλου 1992: 240-2). Ο τ. βαρζί πιθ. σχετ. με ιδιωμ. βαρσί ‑ζί <αραβ. wars, τουρκ. vers (Καραποτόσογλου 1982: 196-7). Η λ. και σήμ. κυπρ. (Κονομής, Κρ. Χρ. 7, 1953, 158)]
- 1) Βαφικό ξύλο φυτού των Ανατολικών Ινδιών και συνεκδ. το κόκκινο χρώμα που προέρχεται απ’ αυτό:
- βερζιτίκιν το.
-
- Είδος ψαριού:
- (Προδρ. ΙV 209 χφ P κριτ. υπ).
[<ουσ. βερζίτικον + κατάλ. ‑ιν]
- Είδος ψαριού:
- βερζίτικον το.
-
- Το ψάρι οξύρυγχος:
- (Προδρ. ΙV 209).
[<ουσ. *βελζίτικον <*βελουζίτικον <ρωσ. beluga ή <περσ. warz = «ο ποταμός Ώξος»]
- Το ψάρι οξύρυγχος:
- βερικοκιά η [verikoká] Ο24 : οπωροφόρο φυλλοβόλο δέντρο, του οποίου καρπός είναι το βερίκοκο.
[μσν. βερικοκκία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < βερίκοκκ(ο) -ία (ορθογρ. απλοπ.)]
- βερικόκιον το· βιροκόκιον.
-
- Ο καρπός της βερικοκιάς, βερίκοκο:
- (Ιατροσ. κώδ. ͵αμζ´).
[μτγν. ουσ. βερικόκκιον]
- Ο καρπός της βερικοκιάς, βερίκοκο:
- βερίκοκο το [veríkoko] Ο41 : στρογγυλό, σαρκώδες φρούτο με σκληρό, μεγάλο κουκούτσι και φλούδα χνουδωτή σε χρώμα πορτοκαλοκίτρινο· ο καρπός της βερικοκιάς. ΦΡ θα σου δείξω / θα σου μάθω τι θα πει / τι εστί ~, για απειλή.
[ελνστ. βερίκοκκον < αραβ. berkuk (ανάπτ. [i] ;) (ορθογρ. απλοπ.)]



