Combined Search
| 8 items total [1 - 8] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιτσιά η [vitsxá] Ο24 : χτύπημα με βίτσα: Tου ΄δωσε μερικές βιτσιές στα πόδια.
[μσν. βιτσέα < βίτσ(α) -έα > -ιά με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- βιτσιά η,
- βλ. βιτσέα.
[Λεξικό Κριαρά]
- βιτσιάζω.
-
- Είμαι δύστροπος:
- (Νομοκριτ. 80).
[<ουσ. βίτσιο + κατάλ. ‑άζω]
- Είμαι δύστροπος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιτσίζω [vitsízo] Ρ2.1α : χτυπώ με βίτσα: Bίτσισε δυνατά το άλογό του.
[βίτσ(α) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βίτσιο το [vítsxo] Ο39 : συνήθεια, επιθυμία που χαρακτηρίζεται από παραξενιά, ιδιορρυθμία, υπερβολή (συχνά μέχρι διαστροφής): H χαρτοπαιξία είναι το ~ του. Ξόδευε πολλά για να ικανοποιεί τα παράξενα βίτσια του. Ερωτικά βίτσια.
[μσν. βίτσιον < ιταλ. vizio]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιτσιόζικος -η -ο [vitsxózikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο βίτσιο ή στο βιτσιόζο.
[βιτσιόζ(ος) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιτσιόζος ο [vitsxózos] Ο18 θηλ. βιτσιόζα [vitsxóza] Ο25α : αυτός που έχει βίτσια.
[ιταλ. vizioso -ς· βιτσιόζ(ος) -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- βίτσιον το.
-
- Ελάττωμα:
- βίτσια … ανθρώπινα (Άνθ. χαρ. 2875).
[<ιταλ. vizio. Λ. βίτιον <λατ. vitium στα Βασιλικά (LBG, στη λ.). Η λ. το 13. αι. (αυτ.), στο Du Cange (‑τζ‑) και σήμ. (‑ο)]
- Ελάττωμα:



