Combined Search
| 16 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάι [vái] επιφ. : (λαϊκότρ.) συνήθ. με επανάληψη. α. αλίμονο. β. για να δηλώσει, να εκφράσει ικανοποίηση, θαυμασμό κτλ.
[μσν. βάι < τουρκ. vay]
[Λεξικό Κριαρά]
- βάι (I), επιφ.
-
- (Εκφράζει λύπη, σχετλιασμό):
- ω βάι σ’ εσένα, Σπανέ (Σπανός A 301).
[<τουρκ. vay. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- (Εκφράζει λύπη, σχετλιασμό):
[Λεξικό Κριαρά]
- βάι (II) το.
-
- Θρήνος, καημός, μοιρολόι:
- άρχισαν το βάι-βάι (Τριβ., Ταγιαπ. 205).
[επιφ. βάι ως ουσ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Θρήνος, καημός, μοιρολόι:
[Λεξικό Κριαρά]
- βάια η,
- βλ. βάγια.
[Λεξικό Κριαρά]
- βαΐα η· βαγιά.
-
- Φοινικιά:
- ’ς περβολάκι βρίσκω βαγιά (Βοσκοπ. 138).
- Ο τ., καθώς και τ. βάγια, ως τοπων.:
- (Κατζ. Δ´ 64), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 27426).
[<μτγν. ουσ. βαΐον. Τ. βαγία στο Du Cange]
- Φοινικιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- βαϊλάτον το,
- βλ. μπαϊλάτον.
[Λεξικό Κριαρά]
- βάιλος ο,
- βλ. βαΐουλος.
[Λεξικό Κριαρά]
- βαΐνα η.
-
- Κλαδί φοινικιάς:
- εβάσταν … ραβδίν ’πό την βαΐναν (Θρ. Κυπρ. 475).
[<μτγν. ουσ. βαΐνη. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- Κλαδί φοινικιάς:
[Λεξικό Κριαρά]
- βάινος, επίθ.
-
- Που είναι καμωμένος από ξύλο φοινικιάς:
- καμπτρίτσιν βάινον (Κώδ. Πάτμου I 26).
[<μτγν. επίθ. βαϊνός]
- Που είναι καμωμένος από ξύλο φοινικιάς:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαίνω [véno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) προχωρώ, εξελίσσομαι: H κρίση βαίνει προς εκτόνωση. Όλα βαίνουν καλώς.
[λόγ. < αρχ. βαίνω]



