Combined Search
| 833 items total [251 - 260] | << First < Previous Next > Last >> |
- ατιμάζω [atimázo] ipf ατίμαζα, aor ατίμασα (subj ατιμάσω), mediop ατιμάζομαι, aor ατιμάστηκα (& ατιμάσθηκα; subj ατιμαστώ & ατιμασθώ)
- ① bring disgrace upon, disgrace, dishonor, shame (syn ντροπιάζω, ant τιμώ):
- ατίμασε τα άρματα, το όνομα, το σπίτι του |
- δεν πιάνουν να δουλεύσουν, φοβούμενοι μήπως ατιμασθεί η ευγένειά τους (Demetrieis) |
- τα εξοχικά αυτά κέντρα ατιμάζουν στην Ελλάδα τα τοπία (Ouranis) |
- δεν ατιμάστηκαν, δε σκοτώθηκαν, δε μαρτύρησαν για χάρη του; (Kazantz) |
- βλέπουμε συχνά την ίδια γενεά .. να δοξάζεται και ν' ατιμάζεται σε λίγα χρόνια μέσα (ChZalokostas)
- ⓐ be unfaithful to, disgrace (near-syn απατώ 3, κερατώνω):
- γιατί δε σκότωσες τη γυναίκα που σ' ατίμασε; (Rysianos)
- ⓑ dishonor, rape, defile, ravish (syn L βιάζω, διαφθείρω):
- αυτοί ατίμασαν τ' αγόρια μας πριν τα ξεκοιλιάσουν (Myriv) |
- το μοναστήρι εχρησίμευε ως άσυλο των παρθένων, που εκινδύνευαν να ατιμασθούν από τους δυνάστες (Varelas) |
- poem την αδελφή μου ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν (Solom)
- ② region. speak ill of s.o., vilify, malign (syn βρίζω, εξυβρίζω, κακολογώ):
- όσο την ατιμάζεις και την κακοθελάς, τόσο περισσότερο την αγαπώ και τη λυπούμαι (Kondylakis)
[fr postmed, MG ατιμάζω ← Κ (also pap), AG ἀτιμάζω, der of ἄτιμος]
- ① bring disgrace upon, disgrace, dishonor, shame (syn ντροπιάζω, ant τιμώ):
- ατίμαση η [atímasi] Ο33 : ατιμασμός.
[λόγ. ατιμα- (ατιμάζω) -σις > -ση]
- ατιμασία η· ατιμασά· ατιμαχιά· ’τιμασία.
-
- 1) Aισχύνη, ντροπή:
- η αφορμή … τόσης ατιμαχιάς ήτον η Eύα (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 85).
- 2) Σαρκασμός, κοροϊδία:
- εκράξαν τους να κοντέψουν με πολλές ’τιμασίες (Mαχ. 4623).
- 3) Kατηγορία, μεμψιμοιρία:
- ατιμασές ομάδι να τως ακούγει ας γδέχεται (Πανώρ. B´ 15).
[μτγν. ουσ. ατιμασία (DGE). Ο τ. ’τιμασία στο Meursius (τι‑). T. ’τιμασιά σήμ. κυπρ.]
- 1) Aισχύνη, ντροπή:
- ατιμασία [atimasía] η, region.
- dishonoring, dishonor (syn ατίμασμα, ατίμωση 1):
- poem θα τον αποστραφεί με ~
[fr MG ατιμασία ← Κ (pap, Favorinus, Exil. 17.6; 22.45, Il Papiro Vaticano Greco, II) ἀτιμασία]
- dishonoring, dishonor (syn ατίμασμα, ατίμωση 1):
- ατίμασμα το [atímazma] Ο49 : ατιμασμός.
[λόγ. ατιμασ- (ατιμάζω) -μα]
- ατίμασμα [atímazma] το, s. ατιμασία
- :
- ~
[der of ατιμάζω]
- ατίμασμαν το· ’τίμασμαν.
-
- Περιφρόνηση, προσβολή:
- Tο ’τίμασμαν τους άτυχους … κρατούν το εις μεγάλον φούμος (Ξόμπλιν φ. 128v).
[<αόρ. του ατιμάζω + κατάλ. ‑μαν]
- Περιφρόνηση, προσβολή:
- ατιμασμένος, -η, -ο [atimazménos]
- disgraced, dishonored, shamed (syn ντροπιασμένος, ant τιμημένος):
- ατιμασμένη ζωή |
- ατιμασμένο όνομα, σπίτι |
- εκδικιέται ο γιος τον ατιμασμένο πατέρα (Kazantz) |
- ορμά να κομματιάσει την ατιμασμένη αδελφή του (Charis) |
- είχε δώσει το λόγο του να τινάξει τη γέφυρα του Γοργοπόταμου και δε μπορούσε να ζήσει ~ (ChZalokostas)
[ppp of ατιμάζω]
- disgraced, dishonored, shamed (syn ντροπιασμένος, ant τιμημένος):
- ατιμασμός ο [atimazmós] Ο17 : προσβολή και στέρηση της τιμής, της υπόληψης, της αξιοπρέπειας κάποιου· ατίμωση· (πρβ. ντρόπιασμα, εξευτελισμός).
[λόγ. < ελνστ. ἀτιμασμός]
- ατιμαστής [atimastís] ο,
- disgracer, dishonorer, defiler:
- θυμήθηκε .. το μίσος που 'χαν σταλάξει μέσα της .. για τον ατιμαστή των βωμών του έθνους της (Roufos) |
- poem .. ποιο παράλλαμα, γραικός, γασμούλος, ξένος |..| σε τάραξε, σε ξύπνησε, σε ξέβρασε συντρίμι, | μαγαριστής, ~
[fr MG (CGL) ατιμαστής, der of ατιμάζω]
- disgracer, dishonorer, defiler:



