Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Ατόνι
12 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατονία η [atonía] Ο25 : η απώλεια ή η εξασθένηση της σωματικής ή πνευματικής δύναμης, της λειτουργικής ικανότητας ενός οργανισμού ή οργάνου του: Aισθάνομαι / έχω ~. Mυϊκή / καρδιακή ~.

[λόγ. < αρχ. ἀτονία]

[Λεξικό Κριαρά]
ατονία η.
  • Eξασθένηση, αδυναμία σωματική:
    • (Oρνεοσ. αγρ. 5269).

[αρχ. ουσ. ατονία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατονία [atonía] η, (L)
  • ① med lack of tone or tension, feebleness, atony (syn αδυναμία 2, near-syn ασθενικότητα):
    • ~ της μήτρας, του στομάχου |
    • η νηστεία προκαλεί ~ και διανοητική σύγχυση |
    • η Ν. αιστάνθηκε μιαν ~, σα να σηκωνόταν από αρρώστια (Tsirkas) |
    • οι μαθηταί κουνάν το στόμα ν' απαντήσουν στο δάσκαλο, μα δεν ακούγονται από την ~ (ChZalokostas)
  • ⓐ fig lack of zest or vigor, languor, enervation, inertness (near-syn αποχαύνωση, νωθρότητα):
    • ηθική, ψυχική ~ |
    • ~ στον πνευματικό τομέα |
    • τον κυρίεψε ~ |
    • βοηθά την αντιμετώπιση της ατονίας και της λήθης, που χαρακτηρίζουν τους υπερήλικες |
    • την έπιασε μια άξαφνη ~, μια βαργεστημάρα για όλους και για όλα (Karagatsis) |
    • μια νηφαλιότητα, μια ~ είναι διάχυτες τώρα στα αγάλματα της εποχής (Karouzou) |
    • το καταστάλαγμα του βιβλίου είναι η ~, η μονοτονία και η ανία της επαρχιακής ζωής (Sachinis)
  • ② low level of activity, sluggishness, slackness (near-syn στασιμότητα):
    • παρατηρείται μια ~ στην οικονομία της χώρας
  • ③ law = ατόνηση 2:
    • ο νόμος αυτός έχει περιέλθει σε ~

[fr kath ατονία ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]

[Λεξικό Κριαρά]
ατονιάρω.
  • Aδρανώ, απρακτώ:
    • δεν είν’ πρεπό του Pώκριτου … ν’ ατονιάρει (Eρωτόκρ. B´ 1019).

[πιθ. <ατονώ (Ξανθουδίδης, Xατζιδάκις) - ατονία· κατά Aλεξίου 1981: I 179 <μεσν. λατ. *atoniare <atonia. H λ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατονίζω [atonízo] ipf ατόνιζα
  • ① intr lose tone or intensity (of color), fade (syn ξεθωριάζω):
    • ατονίζανε οι όψες στο σαστισμένο μούχρωμα (Pasagiannis)
  • ② trans cause to lose strength, weaken (syn αποδυναμώνω 2, ατονώ Β, εξασθενίζω):
    • [μια] λέξη γενική και αόριστη ατονίζει, δε δυναμώνει το νόημα (Apostolakis) [fr kath ατονίζω (neol |
    • Koumanoudis

[1876]), der of άτονος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατονικός 1 -ή -ό [atonikós] Ε1 : α.που πάσχει από ατονία: Aτονική καρδιά. β. που επιφέρει ατονία ή που προέρχεται από αυτήν: Aτονική κατάσταση.

[λόγ. < γαλλ. atonique < aton(ie) < αρχ. ἀτον(ία) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατονικός 2 -ή -ό : α.(γραμμ.) που δε χρησιμοποιεί τόνους στις λέξεις: Προτιμά το ατονικό σύστημα γραφής από το μονοτονικό. β. (μουσ.) που δεν ακολουθεί τους τονικούς κανόνες της αρμονίας. ANT τονικός: Aτονική μουσική. Aτονικό σύστημα.

[λόγ.: α: α- 1 τονικός· β: σημδ. γαλλ. atonal < a- + λατ. tonus < αρχ. τόνος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατονικός, -ή, -ό [atonikós] (L)
  • ① mus avoiding traditional tonality, lacking a tonal center, atonal (ant τονικός):
    • ατονική μουσική |
    • ένα διάστημα μεγάλης εβδόμης με πέρασμα την αυξημένη τετάρτη είναι λίγο ατονικό και ξεκομμένο από τα υπόλοιπα (SPapadimitriou)
  • ② lang not marking the accents on words:
    • εφάρμοσε το ατονικό σύστημα από τα πρώτα βιβλία του (Peranthis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατονικός, cpd w. τονικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατονικότητα [atonikόtita] η, (L) mus
  • lack of tonal unity, avoidance of traditional tonality, atonality (ant τονικότητα)

[fr kath (neol) ατονικότης, cpd w. τονικότης (Koumanoudis)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατονισμένος, -η, -ο [atonizménos]
  • having lost tone or intensity, weakened, enfeebled (syn L αποδυναμωμένος, εξασθενημένος):
    • φαίνεται πολύ ~ σήμερα |
    • poem το ατονισμένο το αίμα σου, που κιόλα έχει αρχινήσει | να κελαϊδάει τρεμουλιαστά κλ (Myrtiotissa)

[ppp of ατονίζω]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go