Combined Search
| 1,654 items total [601 - 610] | << First < Previous Next > Last >> |
- αντικομφορμιστής ο [andikomformistís] Ο7 θηλ. αντικομφορμίστρια [andikomformístria] Ο27 : αυτός που είναι αντίθετος στον κομφορμισμό.
[λόγ. < γαλλ. anticonformiste (anti- = αντι-, -iste = -ιστής)· λόγ. αντικομφορμισ(τής) -τρια]
- αντικομφορμιστικός -ή -ό [andikomformistikós] Ε1 : που είναι αντίθετος προς τον κομφορμισμό.
[λόγ. αντικομφορμιστ(ής) -ικός]
- αντικονφορμισμός [andikonformizmós] ο, (& αντικομφορμισμός) (L)
- nonconformism (ant κονφορμισμός, εθιμοφροσύνη):
- οξύς αντικομφορμισμός |
- η Aντιμεταρρύθμιση υποχρέωσε τα ελεύθερα πνεύματα να καταφύγουν στον κλασικισμό, συγκαλύπτοντας το θρησκευτικό αντικονφορμισμό τους (Kanellop)
[cpd w. κονφορμισμός]
- nonconformism (ant κονφορμισμός, εθιμοφροσύνη):
- αντικονφορμιστής [andikonformistís] ο, (& αντικομφορμιστής) (L)
- nonconformist (ant κονφορμιστής):
- αντικομφορμιστής ζωγράφος |
- ο Kαμόενς δεν επιθυμούσε να προσαρμοσθεί, ήταν γεννημένος ~ (Kanellop)
[cpd w. κονφορμιστής]
- nonconformist (ant κονφορμιστής):
- αντικονφορμιστικός, -ή, -ό [andikonformistikós] (& αντικομφορμιστικός) (L)
- nonconforming, nonconformist (ant κονφορμιστικός):
- αντικομφορμιστικός τρόπος |
- το τζιν, στολή κατά βάση αντικονφορμιστική |
- ο Mπένυαν έδρασε σαν ιεροκήρυκας σε κοινότητες βαπτιστών της αντικονφορμιστικής "ελεύθερης εκκλησίας" (Kanellop)
[cpd w. κονφορμιστικός]
- nonconforming, nonconformist (ant κονφορμιστικός):
- αντικοραϊκός, -ή, -ό [andikoraikós] (L)
- ① against Koraïs:
- ~ αγώνας
- ② not consistent w. the principles set forth by Koraïs:
- επιχειρήματα διατυπωμένα με τρόπο αντικοραϊκό |
- μια αντικοραϊκή γλωσσική πραγματικότητα
[fr kath αντικοραϊκός, cpd w. kath κοραϊκός (Kοραής)]
- ① against Koraïs:
- αντικοραϊστής [andikoraistís] ο, (L)
- one opposing Koraïs' ideas etc:
- ο Γεώργιος Pουσιάδης, σφοδρός ~
[fr kath (neol Koumanoudis) αντικοραϊστής, cpd w. kath κοραϊστής (Kοραής)]
- one opposing Koraïs' ideas etc:
- αντικόρακο [andikórako] το, naut
- stempost or sternpost (syn κοράκι, στείρα, ποδόσταμο):
- poem πλώρες με ξωτικά αντικόρακα, θεοί γερακομύτες (Kazantz Od 8.1228) |
- κι ο Έχτορας απ' την πρύμνα ως πιάστηκε, δεν ξέσφιγγε το χέρι, | μόνο κρατώντας το ~ παράγγελνε στους Tρώες (Homer Il 15.717 Kaz-Kakr)
[cpd w. κοράκι 'sternpost']
- stempost or sternpost (syn κοράκι, στείρα, ποδόσταμο):
- αντικόρυφο [andikórifo] το, (L) astron
- nadir (syn ναδίρ, ant ζενίθ):
- κάθε τόπος έχει το δικό του ~
[fr kath (neol Koumanoudis) αντικόρυφον (sc σημείον), cpd w. kath κορυφή]
- nadir (syn ναδίρ, ant ζενίθ):
- αντικόσμος ο [andikózmos] Ο18 : (φυσ.) ο υποθετικός κόσμος που αποτελείται από αντιύλη.
[λόγ. αντι- + κόσμος μτφρδ. αγγλ. antiworld (anti- = αντι-)]



