Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Αντί
1,654 items total [1511 - 1520]
[Λεξικό Κριαρά]
αντίτυπον το.
  • 1) Aυτό που είναι απόλυτα όμοιο, απαράλλακτο (με κ. άλλο), αντίγραφο, ομοίωμα:
    • (Σπανός A 372).
  • 2) Aπαντητική επιστολή:
    • (Λίβ. P 1501).

[μτγν. ουσ. αντίτυπον (DGE, λ. ος). H λ. και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Κριαρά]
αντίτυπος ο· αντίτοπος.
  • Aναπληρωτής, αντικαταστάτης (άρχοντα):
    • να τον κρατούν αντίτυπον ωσάν να ήτον ο ρήγας (Xρον. Mορ. P 7873).

[αρχ. ουσ. αντίτυπος. O τ. (από παρετυμ. επίδρ. του τόπος· πβ. και LBG, στη λ.), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (IΛ, Andr.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιτυραννικός, -ή, -ό [anditiranikós] (L)
  • being against tyranny, antityrannical:
    • ( αγώνας |
    • αντιτυραννική πολιτική

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιτυραννικός, cpd w. τυραννικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιτυφικός -ή -ό [anditifikós] Ε1 : (ιατρ.) που προλαβαίνει ή που καταπολεμά τον τύφο: Aντιτυφικό εμβόλιο. Aντιτυφική θεραπεία.

[λόγ. < γαλλ. antityphique < anti- = αντι- + typhique = τύφ(ος) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιτυφικός, -ή, -ό [anditifikós] (L) med & pharm
  • combating or preventing typhoid, antityphoid:
    • ~ εμβολιασμός |
    • αντιτυφική ένεση

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιτυφικός, cpd w. τυφικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιύλη η [andiíli] Ο25 : (φυσ.) ύλη που την αποτελούν σωματίδια με ηλεκτρικά φορτία αντίθετα από αυτά της κανονικής ύλης.

[λόγ. αντι- + ύλη μτφρδ. αγγλ. antimatter (anti- = αντι-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιύλη [andiíli] η, (L) phys
  • antimatter:
    • η θεωρία της αντιύλης |
    • βόμβα αντιύλης

[fr kath (neol) αντιύλη, cpd w. ύλη]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιυλικός, -ή, -ό [andiilikós] (L)
  • being against material form, anti-material:
    • η αντιυλική μανία του Πλάτωνα γκρεμίζει από τα βάθρα τους τις υλικές μορφές (Andronikos)

[fr kath (neol) αντιυλικός, cpd w. υλικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιυλιστικός, -ή, -ό [andiilistikós] (L)
  • antimaterialistic:
    • αντιυλιστικές απόψεις, γνώμες, ιδέες

[fr kath (neol) αντιυλιστικός, cpd w. υλιστικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιυπερτασικός -ή -ό [andiipertasikós] Ε1 : που καταπολεμά την υπέρταση: Aντιυπερτασικά φάρμακα.

[λόγ. αντι- + υπέρτασ(ις) -ικός μτφρδ. αγγλ. antihypertensive (anti- = αντι-, hypertantion = υπέρτασις)]

< Previous   1... 150 151 [152] 153 154 ...166   Next >
Go to page:Go