Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Αντί
1,654 items total [1391 - 1400]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιστρατεύομαι [andistratévome] Ρ5.1β : βρίσκομαι σε έντονη αντίθεση με κτ. ή με κπ.: Ενέργειες / δυνάμεις / άτομα που αντιστρατεύονται τα συμφέροντα του έθνους / της πατρίδας, αντιτάσσονται. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να αντιστρατεύεται τη φύση, να εναντιώνεται. Aποφάσεις που αντιστρατεύονται τις συνταγματικές διατάξεις, αντιβαίνουν. Tον αντιστρατεύτηκαν σε κάθε δημιουργική του προσπάθεια.

[λόγ. < αρχ. ἀντιστρατεύομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιστρατεύομαι [andistratévome] ipf 3sg αντιστρατευόταν, aor subj αντιστρατευθώ & αντιστρατευτώ (L)
  • ① actively oppose, contravene, counter, thwart:
    • οι νέοι αντιστρατεύονταν τον Άξονα με πάθος |
    • δεν αντιστρατευόμαστε την καθαρεύουσα αλλά τον λογιοτατισμό |
    • ορισμένοι νόμοι αντιστρατεύονται την παραγωγή |
    • ο υπερκορεσμός αντιστρατεύεται τα οικονομικά μας συμφέροντα |
    • ο καπιταλισμός αντιστρατεύεται στις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης |
    • η εποχή μας αντιστρατεύεται τη φαντασία |
    • ν' αποφεύγεις ό,τι αντιστρατεύεται την ηρεμία του σώματος και της ψυχής (Theodorakop) |
    • το νόημα της ιστορίας συχνά αντιστρατεύεται τους ανθρώπινους αυτοσχεδιασμούς (Panagiotop) |
    • το κράτος πρέπει να καταργήσει κάθε τι που αντιστρατεύεται την αλήθεια και την καλή πίστη (PSolomos) |
    • πολλές τάσεις στον άνθρωπο αντιστρατεύονται τις ανιδιοτελείς ευγενικές του ροπές (Spandonidis) |
    • οι φυσικοί νόμοι σε εμποδίζουν να τους αντιστρατευθείς, να τους θρυμματίσεις (Stasinop) |
    • πώς μπορούσε ένας θνητός ν' αντιστρατευτεί στο θέλημα του Kυρίου; (Karagatsis)
  • ② stand in opposition to, oppose, contradict:
    • η χορογραφία του A. M. αντιστρατευόταν το ύφος της μουσικής |
    • το πικραμένο της πρόσωπο αντιστρατεύεται τη χαρούμενη ομορφιά του τοπίου |
    • τα σύγχρονα έργα αντιστρατεύονται τη λογική |
    • μερικά έργα αντιστρατεύονται την κλασική μορφή του μοντάζ |
    • η υλιστική αντίληψη της ιστορίας αντιστρατεύεται στη θεωρία του αυτεξούσιου του ανθρώπου (Evelpidis) |
    • η αυτοκτονία αντιστρατεύεται στην υπέρτατη αρχή κάθε ηθικού καθήκοντος (Papanoutsos) |
    • το κήρυγμα (sc του Xριστού) αντιστρατεύεται ολότελα τη σύχρονη ψυχική μας εμπειρία (Kazantz) |
    • πολλές μυθικές παρενθέσεις της εξωτερικής ζωής αντιστρατεύονται τη θεωρούμενη πραγματικότητα (Panagiotop)

[fr kath αντιστρατεύομαι ← PatrG, K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιστρατευόμενος, -η, -ο [andistratevómenos] (L)
  • ① opposing, countering:
    • δύο αντιστρατευόμενες δυνάμεις |
    • οι αντιστρατευόμενες την ανεξαρτησία της Eλλάδος κυβερνήσεις
  • ② running counter, contradicting:
    • φαινόμενα αντιστρατευόμενα στη λογική

[prp of αντιστρατεύομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
αντιστρατεύω.
  • Eκστρατεύω εναντίον κάπ.:
    • (Διγ. Z 2435).

[μτγν. αντιστρατεύω - αρχ. ομαι. Το μέσ. σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιστρατήγημα [andistratíyima] το, (L)
  • ploy or tactic to counter another ploy, counterploy (syn αντιτέχνασμα)

[cpd w. στρατήγημα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιστράτηγος ο [andistrátiγos] Ο20α : (στρατ.) βαθμός ανώτατου αξιωματικού του στρατού ξηράς, της αστυνομίας (και παλαιότερα της χωροφυλακής) και του πυροσβεστικού σώματος, αμέσως ανώτερος από τον υποστράτηγο.

[λόγ. < ελνστ. ἀντιστράτηγος `βοηθός του διοικητή΄, αρχ. σημ.: `αντίπαλος στρατηγός΄ σημδ. αγγλ. lieutenant general]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιστράτηγος [andistrátiγos] ο, (L)
  • lieutenant general (of the army etc):
    • η κηδεία του έγινε με τιμές αντιστρατήγου

[fr kath αντιστράτηγος ← K, pap; cf AG (Thucyd.) ἀντιστράτηγος 'enemy's general']

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιστρατιωτικός, -ή, -ό [andistratiotikós] (L)
  • ① being against the military, antimilitarist (syn αντιμιλιταριστικός):
    • αντιστρατιωτική πολιτική, σάτιρα
  • ② not conforming to military standards, unmilitary:
    • αντιστρατιωτική συμπεριφορά

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιστρατιωτικός, cpd w. στρατιωτικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιστρεπτό [andistreptó] το, (L)
  • reversibility:
    • οι νόμοι της ανόργανης ύλης έχουν σαν προϋπόθεση το ~ και την επ' άπειρο ταυτόσημη δυνατή επανάληψη κάθε κίνησης (Lambridi)

[substantiv. n of αντιστρεπτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιστρεπτοκοκκικός, -ή, -ό [andistreptokocikós] (L) med, pharm
  • destructive to streptococci, antistreptococcic:
    • ~ ορός

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιστρεπτοκοκκικός, cpd w. στρεπτοκοκκικός]

< Previous   1... 138 139 [140] 141 142 ...166   Next >
Go to page:Go