Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Αντί
1,654 items total [1101 - 1110]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιποιητικός -ή -ό [andipiitikós] Ε1 : που δεν είναι ποιητικός: Aντιποιητική γλώσσα / έκφραση / λέξη / εικόνα. Mια αντιποιητική μετάφραση ενός ποιητικού έργου. Aντιποιητική εποχή / κοινωνία. αντιποιητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντι- + ποιητικός μτφρδ. γαλλ. antipoétique < anti- = αντι- + poétique = ποιητικός (διαφ. το μσν. αντιποιητικός `που επιδιώκει΄, σύγκρ. αντιποίηση)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιποιητικός, -ή, -ό [andipiitikós] (L)
  • ① opposed to poetry, antipoetic:
    • αντιποιητική εποχή, κοινωνία |
    • αντιποιητικά χρόνια |
    • αντιποιητικό περιβάλλον |
    • ζούμε σε έναν αντιποιητικό και αντιπνευματικό αιώνα |
    • το αντιποιητικό πνεύμα του καιρού μας |
    • με τ' όνομα μαλλιαρισμός βάφτισε ένας πρόστυχος καιρός αντιποιητικότατος κάθε τι που είχε ή ήθελε να κάνει φτερά (Thrylos)
  • ② not poetic, unpoetic (near-syn πεζός, ant ποιητικός):
    • στιχούργημα ξερό και αντιποιητικό |
    • ~ καθαρευουσιανισμός, ρεαλισμός |
    • αντιποιητική γλώσσα, συμβατικότητα |
    • αντιποιητικό θέμα, όνομα, στοιχείο |
    • τ' αντιποιητικά χαρακτηριστικά της εποχής μας |
    • πεζή και αντιποιητική απόδοση ενός αρχαίου κειμένου |
    • τα πράγματα γίνονται ποιητικά ή αντιποιητικά από κείνον που εμπνέεται απ' αυτά σύμφωνα με την ποιητική του δύναμη ή αδυναμία (Palam) |
    • και η ποιητικότερη ποίηση εξοντώνεται από μια αντιποιητική απαγγελία (Athanasiadis-N) |
    • αντιποιητικό είναι εκείνο που η ηθική αναγνωρίζει κακό και η αισθητική άσχημο (id.)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιποιητικός, cpd w. ποιητικός; cf PatrG (7th c. AD) ἀντιποιητικός 'striving after']

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιποιητικότητα [andipiitikótita] η, (L)
  • unpoeticalness:
    • η ~ της σκέψης στην ευρύτατη φιλοσοφική της έννοια (Chourmouzios)

[der of αντιποιητικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντίποινα τα [andípina] Ο40 : βλαβερή ενέργεια που γίνεται σε βάρος κάποιου με σκοπό την εκδίκηση ή γενικά την αντιμετώπιση αντίστοιχης ενέργειάς του· (πρβ. αντίμετρο): Οι Γερμανοί τουφέκισαν δέκα Έλληνες ως ~ για το φόνο ενός Γερμανού. Προβαίνω σε / επιβάλλω ~. Aπειλώ με ~. || (προφ.): Kάνω ~. Kάνει ~ στον άντρα της, γιατί πηγαίνει με άλλες γυναίκες.

[λόγ. < αρχ. τά ἀντίποινα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίποινα [andípina] τα, gen αντιποίνων (L)
  • retaliatory measures, reprisals, retaliation:
    • σκληρά ~ |
    • τα ~ του εχθρού |
    • στρατηγική των αντιποίνων |
    • εκστρατεία αντιποίνων |
    • δεν θα εφαρμοστούν ~ |
    • οι ναυτεργάτες θέλησαν να κηρύξουν απεργία σε ~ |
    • ως ~ οι Iταλοί εξετέλεσαν τριάντα αθώους πολίτες |
    • ο φόβος των αντιποίνων βαστά την ειρήνη του κόσμου (Evelpidis) |
    • ο βομβαρδισμός της πόλης έγινε γι' ~ ενός εγκλήματος που είχε διαπράξει ο ίδιος ο εχθρός (Terzakis, adapted) |
    • το γδικιωμό στον πόλεμο τον λένε με μια λέξη που μοσκοβολά από δικαιοσύνη |
    • "~" (Myriv)
  • ⓐ intern law lawful reprisal, retortion:
    • το κράτος θα ασκήσει ~ εναντίον των υπηκόων της εχθρικής δυνάμεως που κατοικούν στο έδαφός του

[fr kath αντίποινα ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιποιούμαι [andipiúme] αντιποιείται, i (L) law
  • exercise an authority, practice a profession etc, without having been so empowered:
    • ~ εξουσία που δεν μου ανήκει |
    • αντιποιείται ξένα δικαιώματα |
    • μεγάλες κυρώσεις επιβάλλονται σ' όσους αντιποιούνται το ιατρικό επάγγελμα (Melas)

[fr kath αντιποιούμαι ← K, AG]

[Λεξικό Κριαρά]
αντιποιώ.
  • (Mε γεν.) κάνω κακό, βλάπτω κάπ.:
    • (Eλλην. νόμ. 51517).

[αρχ. αντιποιέω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιπολεμικός [andipolemikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός προς τον πόλεμο· (πρβ. ειρηνιστικός): Aντιπολεμική τέχνη / λογοτεχνία. Aντιπολεμικές διαδηλώσεις.

[λόγ. αντι- + πολεμικός μτφρδ. αγγλ. antiwar (anti- = αντι-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπολεμικός, -ή, -ό [andipolemikós] (L)
  • against war, anti-war:
    • αντιπολεμική ταινία |
    • αντιπολεμική εποχή |
    • αντιπολεμικές διαδηλώσεις, διακηρύξεις, σκέψεις |
    • αντιπολεμικό έργο, ρεύμα |
    • η αντιπολεμική διάθεση του Aριστοφάνη εκδηλώνεται στους Όρνιθες (FKakridis) |
    • η "Zωή εν τάφω" του Mυριβήλη είναι επίδραση της αντιπολεμικής μόδας των πρώτων χρόνων του μεσοπολέμου (Athanasiadis-N)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπολεμικός, cpd w. πολεμικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπολεμώ [andipolemó] (& Makryg αντιπολεμεί) ipf αντιπολέμαγα, aor αντεπολέμησα
  • stand in opposition to, go against, oppose (syn in αντιμάχομαι 2):
    • τότε σηκώνεται ο Πετζάλης και μ' αντιπολεμεί (Makryg) |
    • πολλοί κύκλοι αντεπολέμησαν τον Λασκαράτο (Loukatos) |
    • αντιπολέμαγε ο πολιτισμός το μόχθο των γονιών μας, που έσπερναν στάρι και θέριζαν τις πικρίες της μάχης (Kovvatzis)

[fr MG αντιπολεμώ ← K, AG]

< Previous   1... 109 110 [111] 112 113 ...166   Next >
Go to page:Go