Combined Search
| 1,654 items total [1041 - 1050] | << First < Previous Next > Last >> |
- αντιπατώ [andipató] αντιπατάει, αντιπατεί, prp αντιπατώντας, aor αντιπάτησα (subj αντιπατήσω)
- ① plant o.s. firmly, stand firmly:
- ανεμίζει το σπαθί της, αντιπατάει και χτυπάει |
- έκανα μια προσπάθεια να ορθοποδήσω, ν' αντιπατήσω |
- έτριβε το λεβέτι με τη λάσπη αντιπατώντας γερά στις πλάκες (Karkavitsas) |
- poem αρπάει μια πέτρα |..| κι όπως σιμά του ήρθε και στάθηκε, τη ρίχνει αντιπατώντας (Homer Il 16.736 Kaz-Kakr)
- ② move about, shift:
- άκουσε το γαϊδουράκι ν' αντιπατεί ανήσυχο (Karkavitsas)
- ③ step forcefully, stamp one's feet:
- έφυγε από κοντά μου αντιπατώντας τις πατούσες του στα σανίδια, σα να έλεγε πως έτσι μπορεί να πατήσει τον καθένα (Karkavitsas) |
- poem πατούν και σειέται η γης, αντιπατούν, κουφοβροντάει το δάσο (Kazantz Od 15.106)
- ④ talk back, retort:
- με τι πλάτες ν' αντιπατήσω του γονιού μου;
[fr MG αντιπατώ ← PatrG (6th c. AD)]
- ① plant o.s. firmly, stand firmly:
- αντιπαχυντικός -ή -ό [andipaxindikós] Ε1 : που καταπολεμά την πάχυνση: Aντιπαχυντικές ουσίες / μέθοδοι.
αντιπαχυντικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + παχυντικός μτφρδ. αγγλ. non-fattening]
- αντιπαχυντικός, -ή, -ό [andipa indikós] (L)
- promoting weight loss, (weight) reducing:
- αντιπαχυντική δίαιτα
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπαχυντικός, cpd w. παχυντικός]
- promoting weight loss, (weight) reducing:
- αντιπειθαρχικός -ή -ό [andipiθarxikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από άρνηση ή παράβαση των κανόνων της πειθαρχίας: Aντιπειθαρχική συμπεριφορά / ενέργεια. Aντιπειθαρχικό κίνημα.
αντιπειθαρχικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + πειθαρχικός μτφρδ. γαλλ. insubordonné]
- αντιπειθαρχικός, -ή, -ό [andipiθarçikós] (L)
- lacking in discipline, undisciplined (ant πειθαρχικός):
- ~ στρατιώτης
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπειθαρχικός cpd w. πειθαρχικός]
- lacking in discipline, undisciplined (ant πειθαρχικός):
- αντιπείραμα [andipírama] το, (L)
- counter-experiment:
- ο σοσιαλισμός είναι ένα πείραμα σε βάρος της κοινωνίας και με την ιδεολογία του γέννησε και το ~, δηλαδή τα φασιστικά καθεστώτα (Theodorakop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπείραμα, cpd w. πείραμα]
- counter-experiment:
- αντιπέμπω [andipémbo] (aor subj αντιπέψω Kazantz)
- send in turn, send back:
- poem πλούσια πεσκέσια πέμπω σου, κ' εσύ πλούσια να μου αντιπέψεις (Kazantz Od 10.641)
- ⓐ send back (a sound), echo:
- poem μια τοποθεσία ..| όπου της ρεματιάς η ηχώ το κουκολάλημα αντιπέμπει (Pavleas)
[fr MG *αντιπέμπω ← K (pap), AG]
- send in turn, send back:
- αντίπερα [andípera] επίρρ. τοπ. : (λογοτ., λαϊκότρ.) στο απέναντι μέρος: Ποτάμι για λιγόστεψε, για κάνε λίγο πίσω, για να περάσω ~ στα κλέφτικα λημέρια. || (ως επίθ.): Στην ~ όχθη. Φωτιά στο ~ βουνό.
[μσν. αντίπερα < ελνστ. ἀντιπέρα (μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.) < αρχ. ἀντιπέραν]
- αντίπερα1 [andípera] adv
- on the far side, across, opposite (syn in αντίκρυ 1):
- κοιτάζω ~ |
- η ~ όχθη |
- το ~ χωριό |
- ήρθε ένας χωριάτης από ~ |
- η θάλασσα κυμάτιζε ~ |
- το νησί ~, η Σαμοθράκη |
- σκληρό κι αυστηρό ορθώνεται το βουνό ~ απ' άκρη σ' άκρη (Petsalis) |
- folks. εδώ πέρα κι ~ κάθουνται οι μαστόροι (NPolitis) |
- poem σε μαύρο πλοίο για την ~ μεριά θα σε φορτώσω (Homer Od 18.84 Kaz-Kakr) |
- και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον ~ γιαλό (Seferis) |
- .. πέλματα θαλάσσιων πουλιών | που περπατούσαν εδω και, δίχως να πετάξουν, πέρασαν ~ (Ritsos)
[fr MG αντίπερα (Hesych.) ← K, AG ἀντιπέραν]
- on the far side, across, opposite (syn in αντίκρυ 1):
- αντίπερα2 [andípera] τα,
- place(s) across or opposite:
- βλέπουν τη στενοχώρια από τ' ~ του Kάστρου οι γκενεράλοι κ' ευτύς στέλνουνε σολντάτους (Petsalis) |
- poem .. έκανες τον ανέμπληστο να μη γυρνάει στη χώρα | να ζητιανεύει πια· στ' ~ κ' εμείς γοργά θα πούμε |.. να τον παν κλ (Homer Od 18.115 Kaz-Kakr)
[substantiv. n pl of αντίπερα1]
- place(s) across or opposite:



