Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Aμάλθεια η [amálθia] Ο27 γεν. και Aμαλθείας : μόνο στη ΦΡ το κέρας της Aμαλθείας, για αφθονία υλικών αγαθών.
[λόγ. < αρχ. Ἀμάλθεια (όν. κατσίκας ή νύμφης που θήλασε το Δία), φρ. κέρας Ἀμαλθείας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αμάλθεια [amálθia] η, gen Aμαλθείας (L) myth
- Amalthea, goat who suckled Zeus in Crete:
- το κέρας της Aμαλθείας horn of plenty, cornucopia (syn αμάλθειο κέρας) |
- στην εικονιζόμενη σκηνή η γυναικεία μορφή κρατεί το κέρας της Aμαλθείας (Tsitouridou).
- Amalthea, goat who suckled Zeus in Crete:



