Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΑΝΕ
1.056 εγγραφές [841 - 850]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπίχριστος, -η, -ο [anepíxristos] (L)
  • unplastered (ant L επιχρισμένος):
    • το ανεπίχριστο μπετόν-αρμέ |
    • ο επιμελητής αρχαιοτήτων Ξ. έβγαλε από το βορινό ανεπίχριστο τοίχο του σπιτιού πέντε κομμάτια (Bakalakis)

[fr kath (neol: Koumanoudis), cpd of pref ἀν- & Κ ἐπίχριστος (: ἐπιχρίω)].]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεπιχώρητος, επίθ.
  • Aπρόσιτος, άβατος:
    • όρος ανεπιχώρητον (Kαλλίμ. 92).

[<στερ. αν‑ + επιχωρέω]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεπνιά η,
βλ. αναπνιά.
[Λεξικό Κριαρά]
ανεπόλπιστα, επίρρ.,
βλ. αναπέλπιστα.
[Λεξικό Κριαρά]
ανεπόλπιστος, επίθ.,
βλ. αναπέλπιστος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπούλωτος -η -ο [anepúlotos] Ε5 : α.(για τραύμα) που δεν επουλώθηκε, που δε θεραπεύτηκε: Aνεπούλωτο τραύμα. β. (μτφ.) που δε θεραπεύτηκε, που δεν ξεχάστηκε: Οι πληγές που της άφησε ο χωρισμός έμειναν ανεπούλωτες.

[λόγ. < μσν. ανεπούλωτος < αν- (δες α- 1) επουλω- (δες επουλώνω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπούλωτος, -η, -ο [anepúlotos] (L)
  • ① incapable of being cured by the information of scar tissue, incurable (syn αθεράπευτος, ant L θεραπεύσιμος):
    • τα τραύματα είναι σοβαρά και ανεπούλωτα
  • ② uncured, unhealed (syn αθεράπευτος, ant L θεραπευμένος):
    • οι πληγές είναι ακόμη ανεπούλωτες
  • ⓐ fig irreparable, irrelievable (syn in αγιάτρευτος 1b):
    • και οι πληγές που άνοιξε ο πόλεμος, ίσαμε τη στιγμή ανεπούλωτες κατά το μέγιστο μέρος (Panagiotop) |
    • poem αδιάφορος | με τη βαθιά ανεπούλωτη πληγή της μοίρας στην καρδιά (SVavouris) [fr LK àνεπούλωτος, cpd of pref àν- & *âπουλωτός ( |
    • âπουλ΅

[-οω]; cf ModG επουλώνω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπροκοπιά η [aneprokopxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) αδυναμία, έλλειψη προόδου, προκοπής: Aπό την ~ του δεν έχει να φάει.

[ανεπρόκοπ(ος) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπρόκοπος -η -ο [aneprókopos] Ε5 : που δεν έχει προκοπή, που δεν προοδεύει· τεμπέλης, αχαΐρευτος. ANT προκομμένος.

[ελνστ. ἀπρόκοπος με αντικατάσταση α- 1 > ανε-]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπρόκοπος, -η, -ο [aneprókopos] (D)
  • ① making no progress, getting nowhere, wretched, miserable (syn απρόκοπος, D αχαΐρευτος, ant προκομένος):
    • άμαθος κι ~ λαός, που μήτε το νογούσε το πώς ήρθε σε τούτη την πλάση (Panagiotop) |
    • πήρε οριστικά το δρόμο της ξενιτιάς για να μείνει σ' όλη του τη ζωή ~, χωρίς δική του γη (Venezis) |
    • τόσο τον πίστευε στο βάθος τον εαυτό του ανεπρόκοπο (Terzakis) |
    • όχι βλαστάρια .. της ζητιανιάς σε ξένα περιβόλια, θνησιγενή και ανεπρόκοπα (Melas)
  • ② lazy, slothful, sluggish (syn in ακαμάτης):
    • ~ άνδρας |
    • poem πολυκαμάτης κι ~ κι οι δυο πεθαίνουμε ίδια (Homer Il 9.320 Kaz-Kakr)

[cpd of pref αν- & MG απρόκοπος]

< Προηγούμενο   1... 83 84 [85] 86 87 ...106   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες