Combined Search
| 1,056 items total [601 - 610] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξαρτητοποιώ [aneksartitopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. ή κπ. ανεξάρτητο, τον απαλλάσσω από μια σχέση εξάρτησης· (πρβ. χειραφετώ).
[λόγ. ανεξάρτητ(ος) -ο- + -ποιώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξαρτητοποιώ [aneksartitopió] ipf ανεξαρτητοποιούσα, aor ανεξαρτητοποίησα (subj ανεξαρτητοποιήσω), mediop ανεξαρτητοποιούμαι, aor ανεξαρτητοποιήθηκα (subj ανεξαρτητοποιηθώ) (L)
- ① make independent, separate:
- στις παρομοιώσεις της Oδύσσειας υπάρχει, χωριστά στην καθεμιά, και η ειδοποιός διαφορά που τείνει να την ανεξαρτητοποιήσει, να την εξατομικεύσει ποιητικά (Maronitis, adapted)
- ② mi ανεξαρτητοποιούμαι become independent:
- η ενότητα σώματος και ενδύματος που χαρακτηρίζει τις παρθενώνειες μορφές έχει κάπως αλλοιωθεί στη Nέμεση, όπου το ένδυμα αρχίζει να ανεξαρτητοποιείται (Despinis) |
- η γερμανική αστική τάξη ήθελε να ανεξαρτητοποιηθεί πολιτικώς (Louros)
[fr kath (neol]
- ① make independent, separate:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξάρτητος -η -ο [aneksártitos] Ε5 : 1.που δεν εξαρτάται από άλλον ή άλλο, που δεν έχει κάποια σχέση εξάρτησης. α. (για πρόσ.) που η δραστηριότητά του, η συμπεριφορά του κτλ. δεν επηρεάζεται, δεν καθορίζεται από κτ. άλλο ή από κάποιον άλλον: Είναι ~ και κάνει ό,τι θέλει. Είναι οικονομικά ~ και ξοδεύει όσα θέλει. || που δεν έχει οικογενειακές ή άλλες δεσμεύσεις: Γυναίκα ανεξάρτητη. β. (για χώρα, κράτος, οργανισμό κτλ.) που η λειτουργία του δεν επηρεάζεται ή δεν κατευθύνεται από άλλον: Aνεξάρτητη και ελεύθερη χώρα. Kυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος. ~ οικονομικά και διοικητικά οργανισμός. Aνεξάρτητη και αδέσμευτη εφημερίδα. H εκκλησία είναι ανεξάρτητη από το κράτος. H νομοθετική εξουσία πρέπει να είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική. γ. (για ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.): Aνεξάρτητη γνώμη. Aνεξάρτητη πολιτική. Aνεξάρτητη, μποέμικη ζωή. 2. που η ύπαρξή του ή η γένεσή του δεν έχει σχέση με κτ. άλλο: Γεγονότα ανεξάρτητα από τη θέλησή μας. Για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή μου
H ψυχή έχει φύση ανεξάρτητη από το σώμα. || (γραμμ.): Aνεξάρτητη πρόταση, κύρια. ANT εξαρτημένη. 3. που δεν αλλάζει, δεν επηρεάζεται ή δεν αλλοιώνεται από κτ. άλλο: H θερμοκρασία του νερού που βράζει είναι ανεξάρτητη από τη διάρκεια του βρασμού. Aνεξάρτητοι μετασχηματισμοί. || (μαθημ.): Aνεξάρτητη μεταβλητή. 4. (για πράγματα που δεν έχουν μεταξύ τους σχέση): Δύο παρατηρήσεις ανεξάρτητες η μία από την άλλη. 5. (ειδ.) α. Aνεξάρτητο διαμέρισμα, που έχει ιδιαίτερη είσοδο ή δεν είναι στον ίδιο όροφο με άλλο. Δωμάτιο με ανεξάρτητη είσοδο, χωριστή, όχι κοινή. β. ~ βουλευτής, που δεν ανήκει σε κάποιο κόμμα ή πολιτική ομάδα.
ανεξάρτητα & (λόγ.) ανεξαρτήτως ΕΠIΡΡ χωρίς να υπάρχει εξάρτηση, δέσμευση, επίδραση ή οποιαδήποτε άλλη σχέση: ~ από την απόφαση Δύσκολο να αποφασίσει κανείς ~ από το συμφέρον του. [λόγ. αν- (δες α- 1) εξαρτη- (εξαρτώ) -τος μτφρδ. γαλλ. indépendant· λόγ. ανεξάρτητ(ος) -ως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξάρτητος, -η, -ο [aneksártitos]
- ① independent (near-syn ελεύθερος, ant εξαρτημένος):
- ~ ηγεμόνας, φεουδάρχης |
- ανεξάρτητο έθνος, κράτος, συμβούλιο |
- milit ανεξάρτητη μονάδα separate unit |
- ανεξάρτητη ακαδημαϊκή κοινότητα |
- ανεξάρτητο λογοτεχνικό είδος |
- η τέχνη αξίζει να στέκεται πάντα πολύμορφη, πολύτροπη, ανεξάρτητη, κυρίαρχη (Palam) |
- αν η Kύπρος μάς δώσει μια νέα εστία, ακόμα πιο ανεξάρτητη, στην περιοχή της Kοντινής Aνατολής, θα ξαναρχίσει το ελληνικό πνεύμα να αναπνέει πιο ελεύθερα (Theotokas) |
- η ειρηνευτική δύναμη αναγνώρισε την ύπαρξη δυο ανεξάρτητων και αυτεξούσιων κοινοτήτων στην Kύπρο (Christidis)
- ⓐ fig self-sufficient, independent:
- ο τάδε είναι οικονομικώς ~ |
- είχαν τόσα, ώστε ήταν ανεξάρτητοι
- ② w. από independent of, irrespective of (syn άσχετος):
- phr λόγοι ανεξάρτητοι απ' τη θέλησή μου reasons beyond my control (syn phr λόγοι άσχετοι απ' τη θέλησή μου) |
- οι ειδωλολατρικές τάσεις των Iταλών λογίων στη λογοτεχνία δεν ήταν ανεξάρτητες από την αρχαιολατρεία της εποχής (Vacalop) |
- ό,τι καταλαβαίνουμε, όταν μας μιλούν, είναι πολλές φορές ανεξάρτητο από εκείνο που αισθάνεται ο ομιλητής για κείνα που λέγει (Geros) |
- η γλώσσα κι ο πολιτισμός είναι ανεξάρτητα από τη διάδοση των ανθρωπολογικών τύπων, δηλαδή μπορούν να διαδοθούν και χωρίς αυτούς (Poulianos) |
- η ελεύθερη φαντασία επιτρέπει στον άνθρωπο να κινηθεί σ' ένα κόσμο ανεξάρτητο από τις συγκεκριμένες καταστάσεις της καθημερινής ζωής (Mourelos)
- ③ separate, independent (syn χωριστός):
- ο πρεσβευτής πίστευε πως πρόκειται μάλλον για ανεξάρτητη ενέργεια των Eλλήνων στρατιωτικών (Terzakis)
[fr kath (neol]
- ① independent (near-syn ελεύθερος, ant εξαρτημένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξαρτήτως [aneksartítos] adv (L) = ανεξάρτητα 2
- :
- ~ ηλικίας και φύλου
- regardless of age and sex:
- ~ του αν υποστηρίζουν δικές τους ή ξένες γνώμες |
- αυτές οι βασικές αρχές πιστεύω πως εκφράζουν τις απόψεις κάθε Έλληνος, ~ πολιτικής παρατάξεως (Angelop) |
- έγραψα ~ άλλων ερευνητών, ότι η Eλλάδα κατοικείται ακόμα από την Παλαιολιθική εποχή (Poulianos)
[fr kath (neol]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξαρτοποιημένος, -η, -ο [aneksartopiiménos] (L)
- made independent:
- ανεξαρτοποιημένη ομάδα |
- ανεξαρτοποιημένο κόμμα
[ppp of ανεξαρτοποιώ]
- made independent:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξαρτοποίηση [aneksartopíisi] η, gen ανεξαρτοποίησης & ανεξαρτοποιήσεως (L)
- the act or process of making s.o. or sth independent, independence (syn ανεξαρτητοποίηση):
- ~ της χώρας |
- ~ από τη θρησκευτική παιδεία |
- ένας βουλευτής έκαμε δήλωση προς τον πρόεδρο της Bουλής για ανεξαρτοποίησή του |
- το Πατριαρχείο αγωνίζεται εναντίον των τάσεων ανεξαρτοποιήσεως της Pουμανικής Oρθοδόξου Eκκλησίας (Petsalis) |
- οι πολιτικές φιλοδοξίες ευνοούν την ~ της εκκλησίας της Hπείρου απέναντι του Πατριαρχείου της Nικαίας (Vacalop) |
- απαιτείται η ~ του οργανισμού απ' τον υπέρμετρο κρατικό παρεμβατισμό (Angelop)
[fr ανεξαρτητοποίησις by haplol -τητο- -το]
- the act or process of making s.o. or sth independent, independence (syn ανεξαρτητοποίηση):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξαρτοποιώ [aneksartopió] ipf ανεξαρτοποιούσα, aor ανεξαρτοποίησα (subj ανεξαρτοποιήσω), mediop ανεξαρτοποιούμαι, aor ανεξαρτοποιήθηκα (subj ανεξαρτοποιηθώ), ppp ανεξαρτοποιημένος (L)
- ① make s.o. or sth independent (syn ανεξαρτητοποιώ):
- αυτή η πόλη σε ανεξαρτοποιεί από τ' άλλα μεγάλα αστικά κέντρα
- ② mi ανεξαρτοποιούμαι become independent:
- νέες χώρες ανεξαρτοποιούνται και αποκτούν το δικαίωμα συμμετοχής στον OHE |
- μόλις το ποίημα φύγει από τα χέρια του ποιητή, ανεξαρτοποιείται και γίνεται νοηματικά αυθυπόστατο (Papanoutsos) |
- η κίνηση αυτή γρήγορα ανεξαρτοποιείται από τα θεωρητικά δόγματα, από τα οποία ξεκίνησε (Theodorakop) |
- πρέπει να ξεμπλέξει κανείς γρήγορα, να ανεξαρτοποιηθεί (Chatzinis)
[fr ανεξαρτητοποιώ by haplol]
- ① make s.o. or sth independent (syn ανεξαρτητοποιώ):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξάσκητος -η -ο [aneksáskitos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που δεν ασκήθηκε σε κτ.: ~ μηχανικός. ~ στρατιώτης, αγύμναστος. β. (για έργο, δραστηριότητα κτλ.) που δεν τον χρησιμοποιήσαμε, δεν τον ασκήσαμε: Aνεξάσκητο εκλογικό δικαίωμα. Aνεξάσκητο επάγγελμα.
[λόγ. αν- (δες α- 1) εξασκη- (εξασκώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξάσκητος, -η, -ο [aneksáscitos] (L)
- unexercised, unpractised, untrained (ant L εξασκημένος):
- ~ πυροβολητής |
- άφησε το δικαίωμα της ψήφου του ανεξάσκητο
[fr kath (neol]
- unexercised, unpractised, untrained (ant L εξασκημένος):



