Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΑΝΕ
1.056 εγγραφές [21 - 30]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεβαστός, -ή, -ό [anevastós]
  • ① having ascended (syn ανεβασμένος):
    • poem .. και στη σκάλα ~ ο κηπουρός, και μια γυναίκα κάτου (Papatsonis)
  • ⓐ raised (syn in ανεβασμένος Ib):
    • ανεβαστό ζυμάρι, ψωμί
  • ② raised, lifted (syn ανεβασμένος):
    • poem απ' το γόνα απάνω, ανεβαστά τα στράνια τους έχουν (Skipis)

[fr K *ἀναβιβαστός (: αναβιβάζω); cf AG ἀναβιβαστέον]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέβαστος, -η, -ο [anévastos]
  • not raised (syn αγίνωτος, ανέβατος, ant ανεβατός, γινωμένος):
    • ανέβαστο ζυμάρι, ψωμί

[fr ανανέβαστος by haplol or fr ανεβαστός w. shifted accent for negation]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεβάτης [anevátis] ο, region. (Crete,
  • Cycl, Dodec, Eub, Kythera etc) wooden lever w. which the upper millstone is raised or lowered to make the flour finer or coarser

[fr MG αναβάτης w. interference of ανεβαίνω etc; cf MG αναβάτης]

[Λεξικό Κριαρά]
ανέβατο, ανεβατόν το,
βλ. αναβατό.
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεβατό [anevató] το,
  • a type of embroidery for linens, raised work:
    • τα είχε κεντημένα η ίδια προσκεφαλάδες ~ (Christomanos) |
    • poem έτσι απλά κι αστόλιστα | και τρισχαριτωμένα | να κεντήσει ανεβατά, να σ' αναστήσει εσένα (Palam)

[substantiv. n of ανεβατός; cf also MG ανάβατο & ανέβατο]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεβατόρι s. αναβατόριο.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεβατός -ή -ό [anevatós] Ε1 : α.(για ψωμί κτλ.) που έχει πάθει ζύμωση και έχει φουσκώσει· ένζυμος. ANT άζυμος, ανάβατος: Aνεβατό ψωμί. Aνεβατή πίτα. β. είδος βελονιάς σε κεντήματα: Aνεβατή βελονιά. Aνεβατό κέντημα. || (ως ουσ.) το ανεβατό.

[μσν. ανεβατός (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. ἀναβατός `εύκολος να τον ανεβείς΄, κατά το αναβάζω > ανεβάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ανέβατος (I), επίθ.,
βλ. αναβατός.
[Λεξικό Κριαρά]
ανέβατος (II), επίθ.· ανήβατος.
  • Που δεν μπορεί κανείς να τον ανεβεί:
    • τ’ ουρανού τ’ ανέβατα τα ύψη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [318]
    • Xώρα … χειμέριος, ανήβατος (Bίος Aλ. 2128 (έκδ. βευτος)).

[<επίθ. ανανέβατος (IΛ, στη λ.· Φόρης 1971: 357-8). H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, αυτ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεβατός, -ή, -ό [anevatós]
  • ① raised (syn ανεβασμένος, γινωμένος, ant αγίνωτος, ανέβατος):
    • ανεβατό ζυμάρι, ψωμί |
    • το δυνατό της μπράτσο, ανεβατή φραντζόλα πρόβαινε θεόγυμνο (Melas) |
    • poem από το θείο προζύμι ο άρτος των φρενών ο ~ (Sikel)
  • ② raised (of needlework):
    • αχρέωτο κ' ελευτερωμένο από τις πολλές συκιές το αμπέλι "πυρ' απάνω του" κι ήτανε σαν τ' ανεβατό κέντημα στη βασιλική ποδιά (Nikolaidis) |
    • τα γυμνά μέρη κεντώνται εις βελονιάν ανεβατήν (Sotiriou) |
    • poem τ' όνομά μου το 'χω γράψει στα προικιά μου, | κέντημα κοφτό κι ανεβατό και ρίζα (Zevgoli)
  • ⓐ embroidered in raised work:
    • είχε το σεντούκι με τ' ασπροκέντητα, σεντόνια, μαξιλάρες, με κοπανέλια ίσαμε μια σπιθαμή και μάρκες, ανεβατές τα καλά και πατητές τα καθημερινά (Vlami)
  • ③ elevated, high (syn υψηλός):
    • είχε σπίτι δίπατο με ταράτσα, στην πιο ανεβατή μεριά του τόπου (Plaskovitis)

[fr MG αναβατός ← K]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...106   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες