Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ΑΝΕ
1,056 items total [181 - 190]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανέκκλητα [anéklita] adv (L)
  • irretrievably, irrevocably, irreversibly (syn αμετάκλητα):
    • έκλαιγε για κάτι ~ χαμένο (Chatzinis) |
    • οι θεοί είχαν αποφασίσει ~ την τύχη μας (Roussos) |
    • θα έχουμε οριστικά και ~ καταδικαστεί (Papanoutsos) |
    • η ειδωλολατρική Eλλάδα ξεψυχούσε αργά και ~ (Karantonis) |
    • poem τα ζευγαρωτά σου φέγγη | μας καλούνε ~ | στη σαγήνη σου (Papatsonis) |
    • το βράδυ έπεσε αθόρυβα κι ~ (Leivaditis) |
    • με βροντηγμένη ~ την ξώθυρα | με ρόπτρο σκουριασμένο απ' αχρησία (Baras)

[n pl of AG ἀνέκκλητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέκκλητο [anéklito] το, (L)
  • irrevocability, finality (near-syn τελεσίδικο):
    • γνωστοποίησε το ~ της αποφάσεώς του |
    • εγκαρτέρηση μπροστά στο ~(TAthanasiadis) |
    • poem αυτό που γίνεται είτε γίνηκε | χάνει του ανέκκλητου τη σημασία (Melissanthi)

[substantiv. n of ανέκκλητος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέκκλητος -η -ο [anéklitos] Ε5 : (νομ.) που δεν είναι δυνατή η ακύρωσή του· οριστικός, τελεσίδικος. ANT εφέσιμος: Aνέκκλητη απόφαση.

[λόγ. < ελνστ. ἀνέκκλητος `αναμφισβήτητος΄ σημδ. γαλλ. sans appel]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέκκλητος, -η, -ο [anéklitos] (L)
  • irretrievable, irrevocable, irreversible, unrepealable (syn αμετάκλητος,:
    • ανέκκλητη απόφαση, κρίση, συμφωνία, καταδίκη, ποινή, προσταγή, χρεωκοπία |
    • ανέκκλητο παρελθόν, γεγονός, πεπρωμένο, τέλος |
    • η συμφορά θα είναι οριστική και ανέκκλητη (Papanoutsos) |
    • είχε προαισθανθεί το ανέκκλητο μήνυμα (Venezis) |
    • οι γνώμες του ήταν αυστηρές, αμερόληπτες, ανέκκλητες (Terzakis) |
    • έδωσαν στο επεισόδιο διαστάσεις τρομερής κι ανέκκλητης καταστροφής (Tachtsis) |
    • πραγματοποιώ την τέχνη μου απ' την ανέκκλητη εσωτερική εντολή (TAthanasiadis) |
    • η ποίηση του τάδε είναι σημαδεμένη απ' την ανέκκλητη προσέγγιση του αργού θανάτου (KSKonstas) |
    • poem .. μέρες της απειλής και της νύχτας | ανέκκλητες χωρίς αύριο (Patrikios) |
    • χωρίς καν απλή βράδυνση απ' την ανέκκλητη ώρα (Anagnostakis)

[fr kath ανέκκλητος ← AG ἀνέκκλητος, cpd of pref αν- & AG ἔκκλητος]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεκλάλητος, επίθ.
  • Aνέκφραστος, απερίγραπτος:
    • θάνατον ανεκλάλητον (Φλώρ. 629
    • χαράν την ανεκλάλητον (Γλυκά, Στ. 560).

[μτγν. επίθ. ανεκλάλητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεκλάλητος, -η, -ο [aneklálitos] (L)
  • inexpressible, indescribable, ineffable (syn in ανείπωτος 2):
    • ανεκλάλητη χαρά, πίκρα |
    • οι Bυζαντινοί μελωδοί διαλαλούν την ανεκλάλητη ευφροσύνη για τη νίκη κατά του θανάτου (Tatakis) |
    • γεμίζει την υλική σου ύπαρξη με ανεκλάλητες αγαλλιάσεις αισθησιακής ευδαιμονίας (Myrivilis) |
    • πώς να τη σωματώσεις στο λόγο την ανεκλάλητη ευδαιμονία; (Panagiotop) |
    • πνίγεται σε μιαν ανεκλάλητη μελαγχολία (Athanasiadis-N) |
    • λείπει απ' το στίχο του το ανεκλάλητο εκείνο συνταίριασμα της αρμονίας της μορφής και της γλωσσικής καθαρότητας (Palam) |
    • poem τη γλώσσα της σιωπής, τον ανεκλάλητον έρωτα των πραγμάτων (Themelis) |
    • κ' είναι ανεκλάλητο το πώς βοσκάω σε λειμώνα | χλιδής και πραότητος (Papatsonis) |
    • κι ας χύνεται ανεκλάλητη, με νέα τεράστια τόξα, | η ζωντανή ξοπίσω του παλίρροια των ψυχών (Sikel)

[fr MG ← LK (3rd c. BC) ανεκλάλητος, cpd of pref αν- & *εκλαλητός]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεκλαλήτως, επίρρ.
  • Mε τρόπο που δεν περιγράφεται, υπερβολικά:
    • ανεκλαλήτως χαίροντες (Διγ. Gr. 1540).

[<επίθ. ανεκλάλητος. H λ. τον 4. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεκλύτωτος, επίθ.· ανεγλύτωτος.
  • Που δεν παντρεύτηκε, ανύπαντρος:
    • (Λίβ. Sc. 2847).

[<στερ. αν‑ + εκλυτώνω (βλ. γλυτώνω). Bλ. και ανέγλυτος]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεκμάσσομαι.
  • Σπογγίζω:
    • τα τραύματα … ανεκμασσόμην (Kαλλίμ. 1662 (έκδ. ανεμ‑, διόρθ. κατά το χφ Xατζηγιακουμής 1977: 192)).

[<πρόθ. ανά + αρχ. εκμάσσω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεκμαύλιστος, -η, -ο [anekmávlistos] (L) fig
  • unseduced, not led astray:
    • ο λαός έμεινε ~

[cpd of αν- & *εκμαυλιστός (: εκμαυλίζω 'seduce, debauch')]

< Previous   1... 17 18 [19] 20 21 ...106   Next >
Go to page:Go