Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ΑΕ
437 items total [21 - 30]
[Λεξικό Κριαρά]
αείποτε, επίρρ.· αείποτες.
  • Πάντοτε:
    • αείποτες έναι οργίλος εις πάσα έναν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 369v).

[αρχ. συνεκφ. επιρρ. αεί + ποτέ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αείροο [aíroo] το,
  • the state of continual flow:
    • μονάχα η συνείδηση του εγώ μας λυτρώνει ... αυτό το ~ μάς επιτρέπει ν' αντικρύζουμε τον κόσμο σαν από σκοπιά σταθερή (Panagiotop)

[fr K ἀείροος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αείροος, -η, -ο [aíroos] (L)
  • ever-flowing, of streams, springs, time (syn αέναος):
    • (η εικόνα) διαιωνίζει ... την αείροη πηγή της εκστάσεως και του ανίκητου διαρκούς ερωτικού πόθου (Papatsonis) |
    • poem κι ο Iορδάνης ποταμός ο ~, | που κομίζει προφητείες (GKoutsocheras) |
    • ... ή εμείς πίνουμε πιότερο | απ' ό,τι διψάμε απ' τις αείροες του φωτός πηγές; (KAthanasoulis) |
    • μες στον αείροο χρόνο θα έχουμε ακινητήσει (GKotsiras).
[Λεξικό Γεωργακά]
αειφυγία [aifiyía] η, (L)
  • exile for life:
    • καταδίκη των επαναστατών σε ~ |
    • η στάση εκείνη είχε τη μορφή της αειφυγίας από βέβαιη ή πλασματική απόγνωση (Panagiotop)

[fr AG ἀειφυγία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αέλαμος [aélamos] ο, (& αγέλαμος, dial αγγέλαμος & ίλαμος) bot
  • the grass, Panicum italicum & millet, Panicum miliaceum (syn κεχρί):
    • poem κ' ύστερα έπιανε ίλαμο κ' έπλαθε το παιδί της (Melachrinos) |
    • κ' είπα |
    • σα φλόγα θα υψωθή και της Λαμπρής λαμπάδα | κι ο άγριος αγγέλαμος κ' η ταπεινή αγριάδα (Avgeris)

[fr AG ἔλυμος]

[Λεξικό Κριαρά]
αελιά η,
βλ. αγελιά.
[Λεξικό Γεωργακά]
αέναα [aénaa] adv
  • perpetually, ceaselessly, endlessly:
    • τον οραματίζεται (sc το Xαμένο Παράδεισο) και ~τείνει προς αυτόν η ... ανθρωπότητα (Theotokas) |
    • το πρόβλημα της ελευθερίας τοποθετείται ~μέσα στη συνείδηση των αρχαίων Eλλήνων (Panagiotop) |
    • ολοένα κάτι πεθαίνει και κάτι ~εκκολάπτεται και γεννιέται (Karantonis) |
    • το ανθρώπινο πνεύμα, ..., τολμηρό και ακάματο αναμοχλεύει τα ~ μέγιστα προβλήματα (Despotop) |
    • poem και στήνει ~ γύρω μου | ως προχωρώ | μυθώδους πλούτου | σκηνικά (Engonop) |
    • καθώς η μέρα με τη νύχτα | παίζουν ~τοκρυφτό

[fr n pl of αέναος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αέναος -η -ο [aénaos] Ε5 : που είναι ή γίνεται από πάντα, διαρκώς και για πάντα· αιώνιος: Ο ~ κύκλος της ζωής. Tο αέναο γίγνεσθαι. αέναα ΕΠIΡΡ πάντοτε, διαρκώς, και τώρα και πάντα: Ολοένα κάτι πεθαίνει και κάτι ~ εκκολάπτεται και γεννιέται.

[λόγ. < αρχ. ἀέναος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αέναος, -η, -ο [aénaos] (L)
  • perpetual, perennial, continual, incessant (syn αείροος):
    • αέναη ροή perpetual flux; νόμος της αέναης ροής law of perpetual flux |
    • αέναη πηγή perennial spring |
    • fig αέναη πηγή ελευθερίας |
    • αέναο ρεύμα |
    • αέναα ποτάμια |
    • το αέναο βουητό των νερών |
    • αέναη κίνηση |
    • αέναη φύση |
    • ~ φαύλος κύκλος |
    • αέναη και ασταμάτητη εξέλιξη |
    • αέναη, αδιάκοπη μεταβολή |
    • αέναη αλληλεπίδραση των λαών |
    • ~ μόχθος και προσπάθεια |
    • αέναη δημιουργία |
    • αέναη δημιουργικότητα |
    • αέναη μέριμνα |
    • συνεχής και αέναη χαρά |
    • αέναα δημοσιεύματα |
    • τ' αέναα προσφυγικά κύματα (Melas) incessant waves of refugees |
    • (η ποίηση του Σ.) αποκρίνεται στη θλίψη και στο δέος της φθοράς με το χαρούμενο άγγελμα της αέναης Aνάστασης της ζωής (Theotokas) |
    • ο λόγος συλλαμβάνει το απόλυτο "είναι", οι αισθήσεις το αέναο "γίγνεσθαι" (Papanoutsos) |
    • η αέναη χρήση της προπαγάνδας ερημώνει τις ψυχές (Panagiotop) |
    • με το "πάντα ρει" θέτει ο Hράκλειτος την αέναη ροή, τη ρευστότητα, το γίγνεσθαι των όντων, του κόσμου (Tatakis) |
    • poem εικοσιμία ωδές, |...| από τ' αμβροσίοδμον στόμα σου αναβλύσαν | ως τα θαυμάσια αέναα της Aρετής νερά (Sikel) |
    • μακάριος της ζωής ο ερημίτης, | που ξέρει πάντα να θωρή | της Γης την όψη την αέναη (Skipis)

[fr MG ← K, AG ἀέναος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αενάως [aenάos] adv, (L) & region.
  • all the time, continually:
    • (η προσκυνητική λατρεία της αναμνήσεως της μορφής) διαιωνίζει την ωραιότητα (άλλως φθαρτή, αν δε συδαυλιζόταν ~ από την μνήμη ...) (Papatsonis) |
    • poem άφησε να κοιτάξω το κύμα που ~ πορεύεται | σταθερά κι αμετάπειστα να συναντήση το θάνατο (Christofi) |
    • αυτά τα μικρά συμβάντα του βίου συνθέτουν | ~ συνθέτουν | τον έκπαγλο της φύσεως προορισμό (Papaditsas)

[fr K ἀενάως]

< Previous   1 2 [3] 4 5 ...44   Next >
Go to page:Go