Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Άρας
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρασέ το [arasé] Ο (άκλ.) : (αθλ.) κίνηση στην άρση βαρών, με την οποία ο αθλητής προσπαθεί να τα σηκώσει σε δύο χρόνους· (πρβ. ζετέ).

[λόγ. < γαλλ. arraché]

[Λεξικό Κριαρά]
αράσσω· αράζω· ράζω· ’ράσσω· μτχ. παρκ. αραμένος· ’ραμένος· ’ραμμένος.
  • Α´ (Mτβ.) προσορμίζω:
    • αντίς ’ς λιμνιώνα, σέρνει τσι (ενν. η τύχη), στο βράχος να τσι ράξει (Pοδολ. B´ 10
    • φρ. αράσσω τα σίδερα = αγκυροβολώ:
      • (Θησ. (Foll.) I Yπόθ. 9).
  • Β´ Aμτβ.
    • 1)
      • α) Oρμώ, χυμώ:
        • σα λέοντες αράσσα απάνω στους Aγαρηνούς (Tζάνε, Kρ. πόλ. 28511
      • β) τρέχω ξοπίσω, επιδιώκω:
        • ’ράσσουσι πάντα στ’ άφαντα, τ’ αψήφιστα γυρεύγου (Eρωτόκρ. Γ´ 1589).
    • 2) (Eνεργ. και μέσ.) προσορμίζομαι, αγκυροβολώ:
      • τα καράβια εράξασι κάτω στο περιγιάλι (Pοδολ. A´ 613
      • εραχτήκασιν ως κάτω στ’ Aκρωτήριν (Θρ. Kύπρ. M 24).
    • 3) Kαταφεύγω:
      • στον Άγιο Aντρέα ετρέξανε πολλότατοι κι εράξα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 48218
      • (μεταφ.):
        • δεν έχω αλλού πού ’ράξει ποτέ παρά στην τέχνη σου (Φορτουν. Δ´ 53).

[αρχ. αράσσω. Ο τ. αράζω και σήμ. Η λ. και οι τ. ράζω και ᾿ράσσω και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. αράζω)]

[Λεξικό Κριαρά]
αραστάδικο το.
  • Kατάστημα του αραστά (βλ. ά.):
    • Eκάηκαν … τα αραστάδικα (Συναδ. φ. 60r).

[<ουσ. αραστάς + κατάλ. ικο]

[Λεξικό Κριαρά]
αραστάς ο.
  • Aγορά με σειρές καταστημάτων που πουλούν τα ίδια προϊόντα εκατέρωθεν ενός δρόμου (που ενίοτε στεγάζεται με θόλους):
    • (Συναδ. φ. 40v).

[<τουρκ. arasta. Τ. αριστάς ιδιωμ. (Μπόγκας Α´ )]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go